Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Τό ὀρθόδοξον ἦθος


Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29ο. Τό ὀρθόδοξον ἦθος

1. Το μυστήριον της ευσέβειας

Όταν ο Απόστολος Παύλος ομιλή δια την αληθινήν ευσέβειαν, λέγει ότι είναι μεγάλο μυστήριον. «Μεγάλο είναι το μυστήριον της ευσέβειας. Θεός εφανερώθη σαρκωμένος, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ενεφανίσθη εις τους αγγέλους, εκηρύχθη εις τα έθνη, έγινε πιστευτός εις τον κόσμον, ανελήφθη με δόξαν» (Α’ Τιμ. 3,16).

Καθώς βλέπομεν, το μυστήριον της ευσέβειας, δια το οποίον ομιλεί ο Απόστολος, ταυτίζεται με το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Χριστού. Τούτο δεν επιτρέπεται να μας ξενίση, διότι το γεγονός της θεανθρωπότητος του Χριστού, αποτελεί την σωτηρίαν και την δόξαν της ανθρώπινης φύσεως (Α’ Ιωάννης 4,9-10. 14. Γαλ. 4,4-5).

Η ευσέβεια, λοιπόν, δεν αναφέρεται εις τας προσπάθειας του ανθρώπου, αλλά εις το μυστήριον της αγάπης του Τριαδικού Θεού, ο οποίος πραγματοποιεί την σωτηρίαν μέσα εις το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Υιού.Η πραγματική φύσις του ανθρώπου, η αληθινή του ζωή, δεν έχει την πηγήν της εις γήινα δεδομένα, αλλά εις τον ίδιον τον Τριαδικόν Θεόν, διότι αποτελεί την εικόνα Του. Συνεπώς, εάν θέλωμεν να αναζητήσωμεν την αληθινήν ζωήν του ανθρώπου, πρέπει να πλησιάσωμεν τον Θεόν, να γευθώμεν την ζωήν του Θεού.

Με αυτά αντιλαμβανόμεθα ότι μόνον η ζωή πλησίον του Θεού, δύναται να χαράκτηρισθή ως ζωή φυσική, ανταποκρινομένη, δηλαδή, προς την αληθή φύσιν του ανθρώπου, ενώ η μακράν του Θεού ζωή είναι ζωή «αφύσικος». Ενταύθα πρέπει να αναφέρωμεν ότι εκείνο το οποίον χαρακτηρίζουν, συνήθως, οι άνθρωποι ως ζωήν σύμφωνον προς την «φύσιν», δεν αναφέρεται εις την αληθή φύσιν του ανθρώπου, αλλά εις εκείνην η οποία ευρίσκεται υπό το κράτος της αμαρτίας, υπό το κράτος της φθοράς και του θανάτου.

Τούτο δεν αποτελεί υπερβολήν. Είναι απλή συνέπεια της αληθινής (ρύσεως του ανθρώπου, ο οποίος είναι εικών της θείας φύσεως, απλή συνέπεια της αληθινής ζωής του ανθρώπου, η οποία είναι εικών της ζωής του Τριαδικού Θεού.

Το πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού είναι η εικών του Θεού του αοράτου (Κολοσσαείς 1,15). Επομένως, με την ενσάρκωσίν Του εφανέρωσεν ο Χριστός εις τον άνθρωπον την καθαράν εικόνα του Θεού και με την ζωήν Του την εικόνα της ζωής του Τριαδικού Θεού.

Εις το πρόσωπον του Κυρίου η θεία φύσις αυτού ηνώθη μετά της ανθρώπινης φύσεως «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» (Ο’ Οίκ. Σύνοδος), ούτως ώστε να είναι ο Χριστός μέτοχος όχι μόνον της θείας, αλλά και της ανθρώπινης ζωής, αληθής, δηλαδή, θεάνθρωπος (Ιωάννης 1,1. 14). Όταν, συνεπώς, ο άνθρωπος δια του ιερού βαπτίσματος «ενδύεται τον Χριστόν» (Γαλ. 3,26) και δια της θείας ευχαριστίας γίνεται «σύσσωμος και όμαιμος» προς Αυτόν (Α’ Κορινθίους 10,16-17. 11,24-25. Ματθαίος 26,26-28. Μάρκος 14,22-24. Λουκάς 22,9-20. Ιωάννης 6,51-58), κάμνει και πάλιν κτήμα του την κοινωνίαν και την ενότητα μετά του Τριαδικού Θεού εκ της οποίας είχεν εκπέσει. Ούτω καθίσταται πραγματικότης η σωτηρία του ανθρώπου, δια την οποίαν προσηυχήθη ο Κύριος: «ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν… Εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν… » (Ιωάννης 17,21-23). Δια του τρόπου αυτού καθίσταται δυνατή η συμμετοχή του ανθρώπου εις την θείαν ζωήν, δηλαδή εις την σωτηρίαν.

Τα ανωτέρω αποδεικνύουν διατί δεν δύναται να σωθή ο άνθρωπος όταν απόρριψη την σωτήριον αυτήν πίστιν εις το «μέγα μυστήριον της ευσέβειας» (Α’ Τιμ. 3,16), εις το γεγονός της θεανθρωπότητος του Χριστού.

Εάν ο Υιός είναι κτίσμα, όπως βλασφήμως διακηρύττουν άνθρωποι της πλάνης, τότε δεν δύναται να σωθή ο άνθρωπος. Εν κτίσμα δεν δύναται να σώση εν άλλο κτίσμα (Παράβαλλε Ψαλμοί 48,8).

Όμως ημείς γνωρίζομεν εκ της Αγίας Γραφής, ότι ο Κύριος δεν είναι κτίσμα αλλά η «αρχή της κτίσεως του Θεού», η αιτία, δηλαδή, ολοκλήρου της δημιουργίας (Αποκ. 3,14).

«Εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα» (Κολοσσαείς 1,16. Παράβαλλε Ιωάννης 1,3-4). Γνωρίζομεν επίσης ότι ο Κύριος «δεν εθεώρησε το ότι ήτο ίσος προς τον Θεόν ωσάν κάτι προς αρπαγμόν», αλλά ενώ είχε προαιωνίως «θεϊκήν ύπαρξιν» (εν μορφή Θεού υπάρχων), «εκένωσε τον εαυτόν του λαβών μορφήν δούλου» (Φιλιππισίους 2,6).

Δια της ενσαρκώσεως, λοιπόν, του Υιού και Λόγου του Θεού και δια της αναγεννήσεως του ανθρώπου «εν Χριστώ» καθίσταται ούτος και πάλιν εικών του Τριαδικού Θεού* η ζωή του γίνεται εκ νέου εικών της ζωής του Τριαδικού Θεού.

Τοιουτοτρόπως ο πράγματι πνευματικός άνθρωπος, με τον τρόπον της ζωής του, φέρει και πάλιν εις την επιφάνειαν την εικόνα του Τριαδικού Θεού την οποίαν κρύβει μέσα του (Ρωμαίους 14,8. Β΄ Κορινθίους 5,15. Γαλ. 2,20. Φιλιππισίους 1,21)· όχι την αχρειωμένην από την αμαρτίαν, αλλά την αναστηλωμένην εικόνα, την οποίαν επανεύρε χάρις εις την ενότητα με τον Χριστόν.

Αυτός είναι, λοιπόν, ο λόγος, δια τον οποίον ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει την ευσέβειαν ως «μέγα μυστήριον» και την ταυτίζει με το μυστήριον της ενανθρωπήσεως του Χριστού και της δόξης του ανθρώπου εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν (ανελήφθη εν δόξη).

Την ανθρωπίνην, δηλαδή, φύσιν, την οποίαν προσέλαβεν ο Χριστός, την ανύψωσε δια της Αναλήψεως Αυτού έως του θρόνου του Θεού (και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός). Συνεπώς, κατά την ένδοξον ανάληψιν του Κυρίου «συνανελήφθη» και «συνεδοξάσθη» «εν Χριστώ» κάθε άνθρωπος ο οποίος ενεδύθη το άφθαρτον Σώμα του Κυρίου (Παράβαλλε Α’ Κορινθίους 15,40. 53. 10,16. 12,12-13. 27) και έγινε «καινούργιος άνθρωπος», συμφιλιωθείς με τον Θεόν «εν ενί σώματι δια του σταυρού» (Ιδέ ολόκληρον το εδάφιον Εφεσίους 2,11-22. Παράβαλλε 1,18-23).

Αυτό πρέπει να το προσέξωμεν ιδιαιτέρως διότι υπάρχουν οι άνθρωποι της πλάνης, οι οποίοι κηρύσσουν «έτερον ευαγγέλιον», το οποίον ασυστόλως ονομάζουν «τα αγαθά νέα». Όμως ημείς, εξ όσων εξετέθησαν ανωτέρω, κατανοούμεν ότι η ελπίς της σωτηρίας μας βασίζεται εις το γεγονός της θεανθρωπότητος του Χριστού, εις το ευαγγέλιον της «καταλλαγής δια Ιησού Χριστού» (Β΄ Κορινθίους 5,18-19. Ρωμαίους 5,11). Αυτό ήτο το ευαγγέλιον, το οποίον παρελάβομεν εκ των Αποστόλων (Διάκονοι καταλλαγής. Β΄ Κορινθίους 5,18. Ευαγγελιζόμενοι ειρήνην. Ρωμαίους 10,15. Ιδέ και Α’ Κορινθίους 1,18. 23. Ρωμαίους 10,8-9. Α’ Ιωάννης 5,11-13. Α’ Κορινθίους 15,3. Πράξεις 20,21. Παράβαλλε Και Γαλ. 1,8). Αυτό ήτο το ευαγγέλιον, το οποίον εκήρυττεν ο ίδιος ο Χριστός (Εφεσίους 2,17. Παράβαλλε Και Ιωάννης 17,21-23). Συνεπώς, οποιοσδήποτε κηρύττει «έτερον ευαγγέλιον» υποπίπτει εις το ανάθεμα της Αγίας Γραφής (Γαλ. 1,8).

Κατόπιν τούτου κατανοούμεν τους σωτηρίους λόγους της Αγίας Γραφής:

«Εκείνο το οποίον υπήρχεν από την αρχήν, εκείνο το οποίον έχομεν ακούσει, εκείνο το οποίον έχομεν ιδή με τα μάτια μας, εκείνο το οποίον παρετηρήσαμεν και τα χέρια μας εψηλάφησαν, περί του Λόγου, δηλαδή, της ζωής -και η ζωή εφανερώθη και έχομεν ιδή και μαρτυρούμεν και σάς αναγγέλλομεν την ζωήν την αιώνιον, η οποία ήτο προς τον Πατέρα και εφανερώθη εις ημάς, εκείνο το οποίον έχομεν ιδή και ακούσει σάς αναγγέλλομεν, δια να έχετε και σεις κοινωνίαν μεθ5 ημών η κοινωνία δε η ιδική μας είναι μετά του Πατρός και μετά του Υιού αυτού Ιησού Χριστού. Σας τα γράφομεν αυτά, δια να είναι η χαρά σας πλήρης (Α’ Ιωάννης 1,1-4).

Αυτά, λοιπόν, είναι τα «αγαθά νέα», το ευαγγέλιον του Ιησού Χριστού και εδώ ευρίσκεται το μυστικόν της ιδικής μας ευσέβειας, το μυστήριον του Ορθοδόξου ήθους: Ο κάθε Χριστιανός αποκτά πνευματικήν υπόστασιν και πνευματικήν ζωήν με βάσιν την προσωπικήν μετοχήν εις το μυστήριον του Θεανθρώπου Χριστού.



2. Η ανυπόστατος πίστις

Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος εις την πνευματικήν ζωήν, λέγει ότι η αρχή της υποστάσεως του ανθρώπου είναι η ζωντανή πίστις εις την αλήθειαν. «Μέτοχοι γαρ γεγόναμεν του Χριστού, εάνπερ την αρχήν της υποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν», δηλαδή, θα έχωμεν συμμετοχήν εις τον Χριστόν, εάν πράγματι διατηρήσωμεν μέχρι τέλους σταθεράν την πίστιν με την οποίαν ελάβομεν την πραγματικήν μας υπόστασιν και ανεγεννήθημεν εις τον Χριστόν (Εβραίους 3,14). Τούτο, διότι, καθώς αναφέρει ο ίδιος Απόστολος, «χωρίς πίστιν είναι αδύνατον να γίνη τις ευάρεστος εις τον Θεόν» (Εβραίους 11,6. Παράβαλλε Και Ρωμαίους 3,22-23. 5,1. 10,8-9).

Είναι φανερόν, ότι εδώ πρόκειται δια την ορθήν πίστιν, δια τον Λόγον του Θεού, ο οποίος είναι η Αλήθεια η οποία ελευθερώνει τον άνθρωπον (Ιωάννης 8,32), τον αγιάζει (Ιωάννης 17,17) και του ανοίγει τον δρόμον προς την ζωήν (Ιωάννης 14,6).

«Δει πάντως πίστεως μεν», λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «και προ γε των άλλων ορθής», προσθέτει. Οπωσδήποτε απαιτείται πίστις, αλλά προ παντός άλλου απαιτείται πίστις ορθή. Όμως, εδώ δεν πρόκειται δια πίστιν εις αληθείας θεωρητικάς. Πρόκειται δια την πίστιν μας εις το ίδιον το πρόσωπον του Χριστού (Ιωάννης 14,6. 1,17. Εβραίους 1,1).

Ο άγιος Μάξιμος, όταν κάμνη λόγον δια την πίστιν, ομιλεί δια την «ενυπόστατον πίστιν», δια τον Λόγον του Θεού ο οποίος έχει σαρκωθή μέσα μας, δια ένα γεγονός το οποίον φανερώνεται εις ολόκληρον την ζωήν μας, «ταις εντολαίς σωματούμενος». Αυτό ήθελε να είπη ο Απόστολος, όταν διεκήρυττε, χωρίς δισταγμόν, ότι έχει παύσει πλέον να ζη ο ίδιος και μέσα του έχει σαρκωθή και ζη ο ίδιος ο Χριστός (Γαλ. 2,20. Παράβαλλε Και Ρωμαίους 14,8. Β΄ Κορινθίους 5,15. Φιλιππισίους 1,21).

Με ποίον τρόπον θα σαρκωθή μέσα μας ο Θεάνθρωπος Χριστός, ώστε η ζωή μας να ξαναγίνη εικών της ζωής του Τριαδικού Θεού;

«Εκείνος ο οποίος θα πίη το νερό το οποίον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάση ποτέ, αλλά το νερό το οποίον θα του δώσω θα γίνη μία εσωτερική πηγή νερού η οποία θα αναβλύζη εις ζωήν αιώνιον», λέγει ο Χριστός (Ιωάννης 4,14). Ποιον είναι αυτό το νερό;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ δεν πρόκειται δια την διδασκαλίαν του Χριστού ανεξαρτήτως από το ίδιον πρόσωπον Του. Εδώ πρόκειται δια την σαρκωμένην αλήθειαν, δια τον σαρκωμένον Λόγον του Θεού, δια την ενυπόστατον πίστιν, δια την πίστιν, δηλαδή, εις το πρόσωπον του Χριστού το οποίον έχει λάβει υπόστασιν μέσα μας.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει με πόνον εις τους Γαλατάς: «Παιδιά μου», λέγει, «δια τα οποία πάλιν δοκιμάζω πόνους γέννας έως ότου μορφωθή μέσα σας ο Χριστός» (Γαλ. 4,19).



3. Η αγάπη

«Εάν κανείς με αγαπά θα τήρηση τον λόγον μου, και ο Πατήρ μου θα τον αγαπήση και θα έλθωμεν εις αυτόν και θα κατοικήσωμεν μαζί Του» (Ιωάννης 14,23). Ο Κύριος, λοιπόν, δίδει την διαβεβαίωσιν, ότι εκείνος ο οποίος θα τον αγαπήση, θα τηρήση και τον λόγον Του. Το αποτέλεσμα της εμπράκτου αυτής αγάπης θα είναι η ένωσις του ανθρώπου με την αγάπην του Τριαδικού Θεού και η μετοχή του εις την ζωήν της Αγίας Τριάδος: «Και ο πατέρας μου θα τον αγαπήση και θα έλθωμεν εις αυτόν και θα κατοικήσωμεν μαζί του» (Ιωάννης 14,23).

Ο Θεός είναι όλος αγάπη και η αγάπη του Θεού αποτελεί την φανέρωσιν της θείας ζωής. Δι’ αυτόν τον λόγον και η ζωή του ανθρώπου, όταν είναι ζωή αγάπης, γίνεται εικών της ζωής του Θεού. Τότε ο άνθρωπος μετέχει εις την ζωήν της Αγίας Τριάδος και γίνεται κατοικητήριον του Τριαδικού Θεού. «Ο Θεός είναι αγάπη και οποίος μένει εις την αγάπην μένει εν τω Θεώ και ο Θεός μένει εν αυτώ» (Α’ Ιωάννης 4,16).

Εάν το μυστήριον της ευσέβειας, το περιεχόμενον του Ορθοδόξου ήθους, ταυτίζεται με την ζωήν της αγάπης η οποία είναι συμμετοχή εις την ζωήν της Αγίας Τριάδος, είναι βασικόν να εξετάσωμεν πως ο άνθρωπος ημπορεί να γίνη αγάπη.

Ο Απόστολος Παύλος λέγει, ότι η αγάπη, όπως, άλλωστε, και ολόκληρος η πνευματική ζωή, δεν ημπορεί να επιτευχθή μόνον με την ανθρωπίνην θέλησιν και με τον ανθρώπινον μόχθον. Είναι δώρον του Θεού, καρπός του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος εκχύνεται εις τον κάθε άνθρωπον ο οποίος ενδύεται «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκάς 24,49) και αναγεννάται πνευματικώς (Πράξεις 2,17).

«Ο καρπός, όμως, του Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια. Εναντίον αυτών δεν υπάρχει νόμος. Αλλ’ όσοι ανήκουν εις τον Χριστόν, εσταύρωσαν την σάρκα μαζί με τα πάθη και τας επιθυμίας» (Γαλ. 5,22-24). Εσταυρώθησαν και απέθανον μαζί με τον Χριστόν και ανεστήθησαν εις μίαν καινούργιαν ζωήν, «ζώντες τω Θεώ εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμαίους 6,4-11).

Δια να αποκτήσωμεν, λοιπόν, την αγάπην πρέπει να έχωμεν υπερνικήσει όλα τα πάθη και τας επιθυμίας της σαρκός, να έχωμεν δηλαδή, αποθάνει μαζί με τον Χριστόν και αναστηθή εις μίαν καινούργιαν ζωήν «εν Χριστώ». Τότε, το Πνεύμα το άγιον το οποίον πνέει και ζωογονεί τα πάντα μέσα εις το Σώμα του Χριστού, εις την Εκκλησίαν, θα καταστήση και την ιδικήν μας καρδίαν κατοικητήριον και θα μας χαρίση το πολυτιμώτερον δώρον του, την αγάπην, η οποία αποτελεί μετοχήν εις την θείαν ζωήν.

Υπάρχουν κακόδοξοι άνθρωποι, οι οποίοι περιορίζουν τα έργα της Χριστιανικής αγάπης εις την διακήρυξιν ενός νέου ευαγγελίου, το οποίον, καθώς είδομεν οδηγεί εις την απώλειαν (Γαλ. 1,8). Έκτος της κακοδοξίας των αυτής περιορίζουν την αγαθοεργίαν μεταξύ των «αδελφών», μεταξύ δηλαδή, εκείνων, οι οποίοι έχουν το ίδιον προς αυτούς φρόνημα. Όμως η αγάπη, δια να είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22), πρέπει να αποτελή εικόνα της αγάπης του Τριαδικού Θεού, ο οποίος είναι «χρηστός επί τους αχάριστους και πονηρούς» (Λουκάς 6,35-36. Παράβαλλε Ματθαίος 5,45). Μόνον τότε αποτελεί η αγάπη καρπόν της ζωής «εν Χριστώ», ο οποίος «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας… » (Πράξεις 10,38. Παράβαλλε Ιάκωβος 2,14-26. Ματθαίος 25,34-40. Λουκάς 10,25-37. Ησαΐας 58,7-10).



4. Η μετάνοια

Δια να φθάσωμεν εις το πλήρωμα της αγάπης πρέπει να κατανικήσωμεν τον παλαιόν άνθρωπον μέσα μας. Τον άνθρωπον ο οποίος έπεσεν εις τον πειρασμόν του Σατανά και έπαυσε να έχη την αναφοράν του εις τον Θεόν. Ο άνθρωπος αυτός πρέπει να αποθάνη δια να δώση μέσα μας την θέσιν του εις το θεανθρώπινον σώμα του Χριστού.

Δι’ αυτό και η βασική προϋπόθεσις να επανεύρη ο άνθρωπος την ζωήν της αγάπης, η οποία είναι η πραγματική του ζωή, η ζωή η οποία ανταποκρίνεται εις την φύσιν του, ως εικόνος του Θεού, είναι η μετάνοια.

Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να φθάση εις το τέλος, εις την τελείωσιν, η οποία είναι η αγάπη (Ρωμαίους 13,10) και, μάλιστα, η σαρκωμένη αγάπη, το πρόσωπον δηλαδή, του Χριστού (Ματθαίος 5,17), εάν δεν ξεπεράση τον ατομικόν του περιορισμόν και κάθε στοιχείον αυταρέσκειας και αυτοκατανοήσεως εις το οποίον τον υπέταξε ο Σατανάς. Πρέπει να αισθανθή βαθέως, ότι οσονδήποτε και αν προσπαθήση να απάντηση με τας πράξεις του εις την απεριόριστον αγάπην του Θεού, αι προσπάθειαι αύται είναι ανεπαρκείς και μένει πάντοτε ανάξιος της θείας αγάπης (Παράβαλλε Ρωμαίους 3,9-31). Αυτήν την βαθείαν συναίσθησιν πρέπει ν’ απόκτηση ο Χριστιανός δια να γίνη άνθρωπος πραγματικής μετανοίας.

Είναι χαρακτηριστικόν το γεγονός, ότι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας έζων με βαθείαν συναίσθησιν της ανικανότητας των ν’ απαντήσουν ανταξίως εις την αγάπην του Θεού, και εθεώρουν την διαρκή μετάνοιαν ως την μοναδικήν υπόθεσιν ολοκλήρου της ζωής των. Εις το σημείον αυτό είναι, πράγματι, πολύ συγκινητικόν το ακόλουθον περιστατικόν του «Γεροντικού»:

«Λέγουν δια τον Αββά Σισώη, ότι όταν επρόκειτο να αποθάνη, ενώ οι πατέρες εκάθηντο πλησίον του, έλαμψε το πρόσωπον του ως ο ήλιος. Και είπεν εις αυτούς:

 Ιδού, ήλθεν ο Αββάς Αντώνιος. Και έπειτα από λίγο τους είπε:

 Ιδού, ήλθεν ο χορός των Προφητών. Και πάλιν έλαμψε το πρόσωπον του ακόμη περισσότερον. Και είπε:

 Ιδού ο χορός των Αποστόλων. Και η λάμψις του προσώπου του εδιπλασιάσθη και πάλιν. Και ιδού, εφάνη ως να ωμίλει με κάποιους. Τότε οι γέροντες τον παρεκάλεσαν και του είπον:

 Με ποιον ομιλείς, πάτερ; Εκείνος είπεν:

 Ιδού, ήλθαν οι άγγελοι να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν λίγο δια να μετανοήσω.

Και οι μοναχοί του λέγουν:

 Δεν έχεις ανάγκην να μετανοήσης, πάτερ. Τότε ο γέροντας είπε:

 Πραγματικά δεν ξέρω αν έκαμα αρχήν.

Και εγνώρισαν όλοι ότι είναι τέλειος. Αίφνης, έγινε πάλιν το πρόσωπον του ωσάν τον ήλιον και εφοβήθησαν όλοι. Και τότε τους λέγει:

 Βλέπετε, ο Κύριος ήλθεν και λέγει: Φέρετε μου το σκεύος της ερήμου. Και αμέσως παρέδωσεν το πνεύμα. Και έγινεν ως αστραπή και ολόκληρον το σπίτι εγέμισεν από ευωδίαν».

Αυτό το περιστατικόν κρύπτει, πράγματι, μεγάλην δύναμιν. Ένας άγιος, την στιγμήν του θανάτου του και ενώ ηκτινοβόλει από το Άκτιστον φως, πιστεύει ότι δεν έχει καλά καλά αρχίσει την μετάνοιαν.

Αυτή η βαθεία ταπείνωσις την οποίαν βλέπομεν εις την ζωήν των Αγίων αποτελεί, κατά την γνώμην των πατέρων της Εκκλησίας μας, την αρχήν της πνευματικής ζωής (Παράβαλλε Ιεζεκ. 33,10-15. Α’ Κορινθίους 10,12. Φιλιππισίους 2,12. 3,8-12).



5. Ο σπαραγμός της καρδίας και η άβυσσος της Θείας αγάπης

Όποιος ζητεί να δικαιωθή με τας καλάς του πράξεις, με την τήρησιν των εντολών ή και με οιανδήποτε δραστηριότητα, αυτός έχει, ήδη, αποχωρισθή από τον Χριστόν. Εξέπεσεν από την χάριν και επομένως, δεν ημπορεί να περιμένη την σωτηρίαν (Ρωμαίους 3,20. Γαλ. 5,4 και εξής). Δι’ αυτό εις την Καινήν Διαθήκην σώζονται εκείνοι οι οποίοι βλέπουν κατά πρόσωπον την αμαρτωλότητά τους και προσβλέπουν με πλήρη εμπιστοσύνην εις τον Χριστόν. Είναι «οι τελώναι και αι πόρναι», καθώς είπεν ο Χριστός, πρόσωπα τα οποία «προάγουσιν», πηγαίνουν εις την Βασιλείαν του Θεού πριν από τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι είναι βέβαιοι δια την δικαιοσύνην των και στηρίζονται εις αυτήν (Ματθαίος 21,31. Λουκάς 7,36-50. 18,9-14).

«Συγχωρούνται αι πολλαί της αμαρτίαι διότι ηγάπησε πολύ», λέγει χαρακτηριστικά ο Χριστός δια την πόρνην γυναίκα (Λουκάς 7,47) και ρίπτει όλο το βάρος εις την ανταπόκρισιν της αγάπης και εις την μεταβολήν του σαρκικού έρωτος, της εγωιστικής αγάπης, εις θείον έρωτα.

Αυτό η Εκκλησία μας το εκφράζει με τρόπον ανεπανάληπτον εις το τροπάριον της Μ. Τρίτης (της Κασσιανής):

«Αλίμονον!

Μέσα μου είναι απέραντη νύκτα,

μανιώδης πόθος ακολασίας…

Λέξου τα αστείρευτα δάκρυα μου…

λύγισε εις τους στεναγμούς της καρδιάς μου…

Θα καταφιλήσω τους αμόλυντους πόδας Σου,

θα τους σφογγίσω με τας πλεξούδας της κεφαλής μου…

Ψυχοσώστα σωτήρ μου,

ποίος θα εξερεύνηση τα πλήθη των αμαρτιών μου, και ποίος τα απύθμενα βάθη των κρίσεων Σου;».

Αυτή η μεταβολή του φρονήματος του ανθρώπου, ο οποίος βλέπει κατάματα το χείλος της αβύσσου, εις την οποίαν ευρίσκεται, αυτός ο σπαραγμός της καρδίας και ταυτοχρόνως η συναίσθησις της αβύσσου της αγάπης του Θεού, είναι το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του Ορθοδόξου φρονήματος.

Την αλήθειαν αυτήν μεταδίδουν κατά τρόπον μοναδικόν τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος:

«Ημάρτηκα, ώσπερ η πόρνη βοώ σοι, μόνος ημάρτηκα σοι’ ως μύρον δέχου Σωτήρ, κάμον τα δάκρυα».

«Ιλάσθητι,  ως ο Τελώνης βοώ σοι, Σώτερ ιλάσθητί μοι ουδείς γαρ των εξ Αδάμ,

Αυτός μοι ταύτα Σωτήρ, ο Θεός δώρησαι».

«Ας έχουν θάρρος οι ταπεινωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν κυριευθή από τα πάθη», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «διότι και εάν πέσουν εις όλους τους λάκκους, και εάν παγιδευθούν από όλας τας παγίδας και εάν προσβληθούν από όλας τας ασθενείας, όμως μετά την ίασιν θα γίνουν εις όλους ιατροί και διδάσκαλοι και λύχνοι και κυβερνήται· θα διδάσκουν τον χαρακτήρα της ασθενείας και θα διασώζουν με την εμπειρίαν των εκείνους οι οποίοι κινδυνεύουν να πέσουν».

Και εις άλλο σημείον λέγει ο ίδιος άγιος:

«Είδον ακάθαρτους ψυχάς αι οποίαι κατήχοντο από ακόρεστον σαρκικόν έρωτα και έλαβον αφορμή από την εμπειρίαν του έρωτος, έστρεψαν τον ίδιον έρωτα εις τον

Κύριον και ενεκεντρίσθησαν εις αχόρταγον αγάπην του Θεού. Δια τούτο και ο Κύριος δεν είπεν εις την σώφρονα εκείνην πόρνην ότι εφοβήθη, αλλά ότι ηγάπησε πολύ και ηδυνήθη με ευχέρειαν ν’ απόκρουση με τον θείον έρωτα την σαρκικήν αγάπην».

Με βάσιν τα ανωτέρω ημπορούμε τώρα ευκόλως να εννοήσωμεν διατί ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει, ότι «εκείνος όστις θα αισθανθή τας αμαρτίας του είναι καλύτερος από αυτόν ο οποίος εγείρει τους νεκρούς».

Οι λόγοι αυτοί δίνουν ελπίδα και βεβαιότητα εις κάθε αμαρτωλήν ψυχή ν, η οποία θα εγκατάλειψη την αμαρτίαν και θα πλημμυρίση με θείον έρωτα:

«Θα σηκωθώ και θα τριγυρίσω την πόλιν,

τας αγοράς και τας πολιτείας·

θα αναζητήσω Εκείνον που ηγάπησεν η ψυχή μου.

Τον εζήτησα και δεν Τον εύρον

Με ευρήκαν οι φύλακες, οι περιπολούντες την πόλιν

(και τους ηρώτησα):

Μη ον ηγάπησεν η ψυχή μου ίδετε;

μήπως είδατε Εκείνον που ηγάπησεν η ψυχή μου;

Απεμακρύνθην από αυτούς, (Τον ανεζήτησα),

έως εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου.

Εκράτησα Αυτόν και ουκ αφήκα Αυτόν

έως ου εισήγαγον Αυτόν

εις τον οίκον της μητρός μου

και εις το ταμιείον της συλλαβούσης με»

(Άσμα Ασμάτων 3,2-4).



6. Η χριστοποίησις τον ανθρώπου

Ο θείος έρως, η ένωσις του ανθρώπου με τον θεάνθρωπον, συντελείται μέσα εις το ίδιον Σώμα του Χριστού, το οποίον είναι η Εκκλησία (Εφεσίους 1,22. 5,23. Κολοσσαείς 1,18. 24).

Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος την ώραν της θείας ευχαριστίας μεταβάλλει τον άρτον και τον οίνον εις Σώμα και Αίμα Χριστού. Αυτό το θεανθρώπινον Σώμα και Αίμα γίνεται, εις την συνέχειαν, πόσις και βρώσις δια ολόκληρον την σύναξιν των πιστών, η οποία παύει να είναι απλή συνάθροισις ανθρώπων και γίνεται Εκκλησία, αυτό το θεανθρώπινον σώμα του Χριστού.

Η Εκκλησία, δεν είναι ανθρώπινος θεσμός. Είναι θεσμός θεανθρώπινος, τον οποίον «συγκροτεί», τον ενώνει εσωτερικώς εις αρμονικόν σύνολον, το Πνεύμα το άγιον, καθώς λέγει ο ύμνος της Εκκλησίας μας.

Κάθε άνθρωπος μέσα εις την Εκκλησίαν χριστοποιείται και γίνεται με όλους τους αδελφούς του μία ενότης, μέσα εις το θεανθρώπινον ή, καλύτερα, γίνεται μαζί με τους αδελφούς του αυτό το θεανθρώπινον σώμα του Χριστού (Γαλ. 3,28. Α’ Κορινθίους 12,13. Κολοσσαείς 3,11). Το κέντρον της ενότητος των Χριστιανών δεν είναι, συνεπώς, κάποιος κοινός στόχος, κάποιαι κοιναί επιδιώξεις, αλλά ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, η εικών του Θεού η οποία αποτελεί την αληθινήν φύσιν του ανθρώπου.

Με αυτόν τον τρόπον εκπληρώνεται ο σκοπός του ανθρώπου, πραγματοποιείται η σωτηρία του ανθρώπου, δια την οποίαν έχυσε το Αίμα Του ο Χριστός. Τα παιδιά του Θεού, τα οποία διεσκορπίσθησαν μετά την πτώσιν, συγκεντρώνονται και πάλιν εις ένα (Ιωάννης 11,52), ευρίσκουν το αληθινόν νόημα της ζωής των, το οποίον είναι η μετοχή του ανθρώπου εις την ζωήν της Αγίας Τριάδος.

«Ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν», επειδή ένας είναι ο άρτος και ημείς οι πολλοί είμεθα ένα σώμα, διότι όλοι από τον ένα άρτον μετέχομεν (Α’ Κορινθίους 10,17).

Τοιουτοτρόπως, η ευσέβεια, το μυστήριον της σωτηρίας του ανθρώπου, το Ορθόδοξον ήθος, δεν είναι υπόθεσις ιδιωτική, αλλά πράξις λειτουργική. Και η προσωπική ευσέβεια του κάθε πιστού είναι ανάλογος με τον βαθμόν της προσωπικής μετοχής του εις το Σώμα του Χριστού, της οργανικής και συνειδητής εντάξεως του εις το Σώμα της Εκκλησίας. Δι’ αυτής της μετοχής εις την ζωήν του Χριστού καθίσταται ο άνθρωπος και πάλιν μέτοχος της ζωής του Τριαδικού Θεού. Εις αυτό το γεγονός συνίσταται η σωτηρία μας.



7. Η πάλη κατά του διαβόλου

Όταν αναφέρωμεν ότι το Ορθόδοξον ήθος είναι λειτουργικόν, ότι είναι υπόθεσις μετοχής εις το Σώμα του Χριστού, δεν εννοούμεν κάποιαν κατάστασιν παθητικήν, αλλά την είσοδον του ανθρώπου εις μίαν πνευματικήν παλαίστραν. Πρόκειται δια την πάλην του Χριστιανού «με τας αρχάς, τας εξουσίας, τους κοσμοκράτορας του σκοτεινού τούτου κόσμου, με τα πονηρά πνεύματα εις τους ουρανούς» (Εφ. 6,12).

Ο διάβολος είναι «ανθρωποκτόνος» και «ψεύστης και πατήρ του ψεύδους» (Ιωάννης 8,44). Δεν παύει, λοιπόν, να τριγυρίζη «ως λέων όστις ωρύεται δια να εύρη κάποιον να καταπιή» (Α’ Πέτρ. 5,8).

Αυτό δεν πρέπει ο Χριστιανός να το λησμονή ούτε στιγμήν. Το δαιμονικόν στοιχείον είναι μία πραγματικότης και ο πιστός καλείται να μείνη άγρυπνος:

«Νήψατε! γρηγορήσατε!»,

λέγει ο Λόγος του Θεού (Α’ Πέτρ. 5,7). Γίνετε δυνατοί «δια του Κυρίου και δια του κράτους της δυνάμεως αυτού», ενδυθήτε την πανοπλίαν του Θεού (Εφ. 6,10 και εξής). Μείνετε στερεοί εις την πίστιν, «έχοντες υπ’ όψιν ότι τα ίδια παθήματα συμβαίνουν εις τους αδελφούς σας εις ολόκληρον τον κόσμον» (Α’ Πέτρ. 5,9). «Αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα αγαπητά, όσα έχουν καλήν φήμην, οιαδήποτε αρετή η οιοσδήποτε έπαινος, αυτά να σκέπτεσθε. Αυτά τα οποία εμάθατε και παρελάβατε και ακούσατε και είδατε εις εμέ, αυτά να πράττετε και ο Θεός της ειρήνης θα είναι μαζί σας» (Φιλιππισίους 4,8-9).

Ο Σατανάς χρησιμοποιεί πάντοτε τας αισθήσεις μας και προσπαθεί να γέννηση τα πάθη δια να εισέλθη και να γίνη κυρίαρχος μέσα μας. Δι’ αυτόν τον λόγον καλείται ο Χριστιανός να αντίκρουση τον αντίδικον με την πλήρη εξάρτησιν και υποταγήν εις τον Θεόν. Η ζωή της μετανοίας, της ταπεινοφροσύνης και της ασκήσεως οδηγεί τον Χριστιανόν εις την απάρνησιν του ιδικού του θελήματος και εις την υιοθέτησιν του θελήματος του Θεού. Τον οδηγεί εις τον θάνατον του εαυτού του και εις την ζωήν «εν Χριστώ». Όποιος θέλει να ζήση, αυτός πρέπει πρώτα να αποθάνη, «εκείνος ο οποίος θα χάση την ζωήν του εξ αιτίας μου, αυτός θα την εύρη», λέγει χαρακτηριστικώς ο Κύριος (Ματθαίος 16,25. 10. 39. Μάρκος 8,35. Λουκάς 9,24. 17,33. Ιωάννης 12,25).



8. Η άσκησις

«Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθαίος 17,21. Μάρκος 9,29). Αυτό το γένος δεν εξέρχεται παρά μόνον με προσευχήν και με νηστείαν.

Με αυτά τα λόγια ο Κύριος μας εφανέρωσε τον τρόπον να αντισταθώμεν νικηφόρως εις την κυριαρχίαν του Σατανά. Επάνω εις αυτήν την βάσιν ευρίσκει την δικαίωσιν και η άσκησις εις την ζωήν του πιστού.

Ο πρώτος άνθρωπος μετέθεσε με την παρακοήν το κέντρον της ζωής του από τον Τριαδικόν Θεόν εις τον ίδιον τον εαυτόν του. Αυτός ήτο ο πειρασμός του όφεως εις τον οποίον υπέκυψεν ο άνθρωπος και έπεσε τοιουτοτρόπως εις την κυριαρχίαν του Σατανά (Γεν. 3,1-7).



Με την άσκησιν ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν θέτει πλέον ως κέντρον της ζωής του τον ίδιον τον εαυτόν του, δεν έχει ως κίνητρον την ατομικήν του θέλησιν.

Αντιθέτως, σκοπός του είναι να υπερβή τας προσωπικάς εκτιμήσεις του, ολόκληρον τον εαυτόν του και να παραδοθή καθολικώς εις τον Χριστόν, με το σώμα και με την ψυχή, ολοκληρωτικώς, άνευ όρων. Ολόκληρος καλείται να χριστοποιηθή μέσα εις την Εκκλησίαν και να πραγματοποίηση τους λόγους του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου:

«Μέλη Χριστού γινόμεθα,  μέλη Χριστός ημών δε,  και χειρ Χριστός και πους Χριστός εμού του παναθλίου,  και χειρ Χριστού και πους Χριστού  ο άθλιος εγώ δε κινώ την χείρα, και Χριστός όλη η χειρ μου εστίν.   Αμέριστον γαρ νόει μου Θεότητα την θείαν».

Το γεγονός της χριστοποιήσεως του ανθρώπου, πληροί, την καρδίαν του Αγίου Συμεών με θαυμασμόν αλλά και με απόλυτον σεβασμόν προς το ανθρώπινον σώμα· τον καθιστά άγρυπνον, προκειμένου να αναδειχθή αντάξιος της μεγίστης τιμής:

«Και εξίσταμαι κατανοών εαυτόν, εκ ποίου οίος εγενόμην ω θαύμα. Και ευλαβούμαι και εμαυτόν αιδούμαι και ως Σε αυτόν και τιμώ και φοβούμαι και εξαπορώ εντρεπόμενος όλως, το που καθίσω, και τίνι προσεγγίσω και που τα μέλη τα Θα προσανακλίνω, εις ποια έργα, εις ποίας ταύτα πράξεις όλως χρήσωμαι τα φρικτά τε και θεία;».

 http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/29.htm

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: Τα Άγια Θεοφάνεια



Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Τα Άγια Θεοφάνεια
Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΙΒ΄ του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου σχετικά με τη Βάπτιση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
«Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην, τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ’ αὐτοῦ».
Μαζί με τους δούλους ο Δεσπότης, μαζί με τους υπόδικους ο Κριτής έρχεται για να βαπτισθεί. Αλλά μη θορυβηθείς· μεταξύ των ταπεινών αυτών περισσότερο λάμπει το υψηλό μεγαλείο Του. Πραγματικά, Αυτός ο οποίος καταδέχθηκε να κυοφορηθεί για τόσο χρόνο σε μήτρα παρθενική και να γεννηθεί από εκεί, σύμφωνα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσεως, και επιπλέον να ραπισθεί, να σταυρωθεί και να πάθει τα άλλα παθήματα, τα οποία υπέστη, γιατί παραξενεύεσαι, εάν καταδέχθηκε να βαπτισθεί και να έλθει μαζί με τους άλλους ανθρώπους προς τον δούλο του; Διότι εκείνο ήταν που προκαλούσε μεγάλη κατάπληξη, το ότι δηλαδή, ενώ ήταν Θεός, θέλησε να γίνει άνθρωπος· τα άλλα λοιπόν κατά λογική ακολουθία έπονται όλα γενικώς. Γι’ αυτό τον λόγο και ο Ιωάννης πρόφθασε και έλεγε, εκείνα ακριβώς που είπε, ότι δηλαδή, δεν είναι άξιος να λύσει τα λουριά των υποδημάτων του Ιησού και όλα τα άλλα· για παράδειγμα είπε ότι ο Ιησούς είναι κριτής και θα αποδώσει δικαιοσύνη σύμφωνα με την αξία του καθενός και ότι θα χορηγήσει σε όλους ανεξαιρέτως το Άγιο Πνεύμα με αφθονία, ώστε όταν Τον δεις να έρχεται προς το βάπτισμα να μην υποψιαστείς τίποτε το ταπεινό.
Επίσης, για τον ίδιο λόγο, όταν Αυτός ήταν παρών εκεί, Του προβάλλει προσκόμματα, λέγοντας· «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από εσένα και Εσύ έρχεσαι σε μένα;». Επειδή δηλαδή, το βάπτισμα ήταν ενδεικτικό της μετανοίας και οδηγούσε σε κατηγορία για τα διαπραχθέντα αμαρτήματα, για να μη νομίσει κανείς ότι και ο Ιησούς με μια τέτοια διάθεση έρχεται στον Ιορδάνη, ο Ιωάννης διορθώνει την πιθανή αυτή εκτίμηση εκ των προτέρων, με το να Τον αποκαλέσει και «Αμνό»(Ιω. 1, 29: «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ»: ‘’ιδού ο αμνός του Θεού, που προφήτευσε ο Ησαΐας’’) και Λυτρωτή από όλη γενικά την αμαρτία που έχει διαπραχθεί στην οικουμένη («ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»: ο Μεσσίας και Λυτρωτής, ο οποίος θα θυσιαστεί για να πάρει επάνω Του και να εξαλείψει την αμαρτία και την ενοχή του κόσμου», Ιω. 1, 29). Πραγματικά, όποιος μπορεί να εξαλείψει τα αμαρτήματα ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους, πολύ περισσότερο Αυτός ο ίδιος είναι αναμάρτητος. Γι’ αυτό και δεν είπε· «Να ο αναμάρτητος», αλλά εκείνο το οποίο ήταν πολύ σπουδαιότερο, «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου [:(Ιδού), Αυτός ο οποίος σηκώνει την αμαρτία του κόσμου] ώστε μαζί με αυτό να αποδεχθείς και εκείνο με κάθε βεβαιότητα και αφού πειστείς, να αντιληφθείς ότι έρχεται στο βάπτισμα, οικονομώντας και μερικά άλλα ζητήματα. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης, όταν προσήλθε σε αυτόν ο Ιησούς, έλεγε· «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; (:εγώ, ο ατελής και αδύνατος άνθρωπος, έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Εσένα, και Εσύ, ο αναμάρτητος και τέλειος, έρχεσαι να βαπτισθείς από εμένα;)». Και δεν είπε: «και εσύ βαπτίζεσαι από εμένα;», επειδή και αυτό φοβήθηκε να το πει. Αλλά ,τι είπε; «Κι Εσύ έρχεσαι προς εμένα;».
Ποια απάντηση έδωσε όμως ο Χριστός; Ό,τι ακριβώς έκανε αργότερα στον Πέτρο, το ίδιο και τότε έπραξε. Πραγματικά και ο Πέτρος Τον εμπόδιζε να του πλύνει τα πόδια, αλλά όταν άκουσε ότι «ὃ ἐγὼ ποιῶ, σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα (:Εκείνο που εγώ κάνω, εσύ δεν το αντιλαμβάνεσαι τώρα, θα το αντιληφθείς όμως αργότερα)» (Ιωάν. 13, 7), και ότι· «ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ (:εάν δεν σου πλύνω τώρα τα πόδια, εάν με ταπεινοφροσύνη και εμπιστοσύνη σε εμένα δεν υπακούσεις, δεν είναι δυνατόν να έχεις πλέον μέρος μαζί μου» (Ιωάν. 13, 8), αμέσως άφησε την άρνηση και υπάκουσε. Το ίδιο και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν άκουσε από τον Ιησού τα λόγια: «ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην (:έτσι είναι, αλλά άφησε τώρα τις αντιρρήσεις και μη φέρνεις δυσκολίες στο βάπτισμά μου, διότι έτσι πρέπει, και σε μένα και σε σένα, να εκπληρώσουμε κάθε εντολή του Θεού)» (Ματθ. 3, 15), αμέσως υπάκουσε. Διότι δεν ήταν υπερβολικά εριστικοί, αλλά τους διέκρινε η αγάπη και η υπακοή και φρόντιζαν να υπακούουν στον Κύριο σε όλες τις περιπτώσεις.

π. Γεώργιος Μεταλληνός: Όχι "Πρωτείον Εξουσίας", αλλά "Πρωτείον Αληθείας"



ΟΧΙ «ΠΡΩΤΕΙΟΝ ΕΞΟΥΣΙΑΣ», ΑΛΛΑ «ΠΡΩΤΕΙΟΝ ΑΛΗΘΕΙΑΣ»
Λεζάντα: Την Α´ Οικουμενικήν Σύνοδον κατηύθυναν δύο Άγιοι Επίσκοποι ασημάντων πόλεων!
Η Γ´ Οικουμενική ανεθεμάτισε τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ως αιρετικόν.
Μόνος «θεσμός» η Εκκλησία, όχι τα Πατριαρχεία, και «σεπτόν κέντρον» μόνον η αγιότης.
Γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
Αφορμή για τις παρακάτω σκέψεις μου έδωσε ο εκλεκτός Συνάδελφος και παλαιός φίλος, κ. Παναγιώτης Μπούμης, Ομότιμος Καθηγητής, σε όσα έγραψε πρόσφατα, με τη γνώση και σοφία του ως έγκριτος κανονολόγος, στην Εφημερίδα «Χριστιανική» (13.12.2018, σ. 5). Πρόκειται για άρθρο του με τον τίτλο: «Βασικές κανονικές αρχές επιλύσεως του ουκρανικού ζητήματος». Σ’ αυτό, μνημονεύει το σπουδαίο βιβλίο του μακαριστού Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», (Θεσσαλονίκη 1972), στο οποίο προσδιορίζεται «η προεξάρχουσα θέσις της Εκκλησίας Κων/λεως μεταξύ των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων (Εκκλησιών)», που όμως δεν έχει την μορφή ενός «ανατολικού παπισμού», διότι είναι «οικουμενική αποστολή … ως κανονική εξουσία (π. ΓΔΜ: απορρέουσα δηλαδή από τους ιερούς Κανόνες) εν τη εννοία της εν αδελφική συλλογικότητι εκφραζομένης διακονίας». Κλείνει δε ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού θρόνου με τις παρακάτω επισημάνσεις: «Η θέσις του Κωνσταντινουπόλεως –λέγει- ουδαμώς δύναται να συγκριθή προς την του πάπα Ρώμης και η διδασκαλία περί των πρεσβείων και προνομίων του θρόνου αυτού δεν πρέπει να ταυτίζηται, εν ουδεμία περιπτώσει, προς την θεωρίαν του παπισμού, δίκην επιδιωκομένου η προβαλλομένου νέο-παπισμού εν τη Ορθοδόξω Ανατολή (351). Ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, συνεχίζει, έχει εξουσίαν, ουχί ως episcopus ecclesiae universalis, αλλ’ ως Οικουμενικός Πατριάρχης…, ως πρεσβυγενής και κυριώτερος ηγέτης εν τη Ανατολή και ουχί ως απεριόριστος διοικητικός ηγέτης και αλάθητος κριτής εις ζητήματα πίστεως της εκκλησίας». Και αυτό πάντοτε στο πλαίσιο «της συνοδικότητος και της συλλογικότητος…, ένθεν δε της αρχής της μη αναμίξεως εις τας εσωτερικάς υποθέσεις των άλλων Εκκλησιών» (σ. 351). Κατά τον σοφό, λοιπόν, Ιεράρχη δεν πρέπει να χάνεται η αναγκαία ισορροπία μεταξύ «πρεσβείων τιμής» και κανονικά (βάσει των ιερών κανόνων) προσδιοριζόμενης και επιβαλλόμενης συλλογικότητας.
Και συνεχίζει ο Άγιος Σάρδεων: Ο Κωνσταντινουπόλεως, «ως πρώτος και κύριος εκπρόσωπος εν τη σειρά πάντων των λοιπών πατριαρχών της Ορθοδόξου Ανατολής» δεν έχει μόνο τα «πρεσβεία τιμής» (π. Γ.Δ.Μ: κατά τον κανόνα 3 της Β καί τον 28ο της Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), «αλλά και τα πραγματικής εκκλησιαστικής εξουσίας …επί γενικωτέρων όμως εκκλησιαστικών ζητημάτων και εν τη κοινή πάντοτε μετά των λοιπών πατριαρχών συνεργασία» (σ. 352). Γι’ αυτό η «εξουσία» του Οικουμενικού Θρόνου (πρέπει να) είναι πάντα συνδεδεμένη με την «διακονία». Έτσι καταλήγει ο μακαριστός Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, τον Οποίον είχα την χαρά και τιμή να γνωρίσω προσωπικώς κατά μίαν επίσκεψή μου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Πόλη και, όπως διεπίστωσα, κατά την συζήτησή μας, ήταν ένας εκ των ορθοδοξοτέρων Ιεραρχών του Οικουμενικού μας Θρόνου.
Ποιές όμως πρακτικές συνέπειες έχουν όλα αυτά στις ενδοορθόδοξες και διορθόδοξες σχέσεις;
Την «εξουσία» του ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως δεν αντλεί από την προσωπική του υπεροχικότητα, αλλά από την Πόλη, στην οποία βρίσκεται ο θρόνος του. Έτσι ο Πατριάρχης (δηλαδή επίσκοπος) της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως έχει από την εποχή της Γ καί Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τα «πρεσβεία τιμής» (ο λόγος δεν είναι για «πρωτείο εξουσίας», όπως στη Δύση μετά το Σχίσμα), επειδή είναι επίσκοπος της πρωτεύουσας του Κράτους. Γι’ αυτό είναι «πρώτος τη τάξει» στην κλίμακα των άλλων Πατριαρχών και Αυτοκεφάλων Αρχιεπισκόπων, στη σύναξη των οποίων προεδρεύει. Ανάλογα ισχύουν και στην περίπτωση του Αρχιεπισκόπου μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, ο οποίος είναι Πρόεδρος της Συνόδου της, επειδή είναι επίσκοπος της Πρωτεύουσας και όχι λόγω των υπεροχικών του προσόντων (π.χ. επιστημονικών τίτλων).

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Η προσευχη στην Αγία Γραφή

Η προσευχη στην Αγία Γραφή


  
               
Ἡ προ­σευ­χή φαί­νε­ται νά εἶ­ναι βα­θιά ρι­ζω­μέ­νη στίς ψυ­χές τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τήν ἀρ­χή, με­τά τήν ἔ­ξω­ση τῶν πρω­το­πλά­στων ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο, για­τί ἔ­γι­νε ἀ­νάγ­κη τῆς ἀ­δύ­να­μης καί τα­λαί­πω­ρης φύ­σης τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀ­νοί­γον­τας τήν  Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­πό τό πρῶ­το βι­βλί­ο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, θά συ­ναν­τή­σει τήν προ­σευ­χή σύν­τρο­φο τῆς ζω­ῆς τῶν ἀν­θρώ­πων. Ὁ Ἀ­βρα­άμ καί ὅ­λοι οἱ Πα­τριά­ρχες, ὁ Μω­ϋ­σῆς, Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ Ναυ­ῆ, στη­ρί­ζον­ταν στήν προ­σευ­χή. Εἶ­ναι γνω­στό τό γε­γο­νός ἐ­κεῖ­νο πού μέ τήν προ­σευ­χή του ὁ Μω­ϋ­σῆς στα­μά­τη­σε τόν ἥ­λιο καί δέν προ­χω­ροῦ­σε ἡ ἡ­μέ­ρα μέ­χρι πού  νί­κη­σαν τούς ἐ­χθρούς τους.
               
Θά ἀ­να­φέ­ρου­με μό­νο με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τά  πολ­λά, γιά νά ἀν­τι­λη­φθεῖ ὁ  ἀ­να­γνώ­στης πό­ση σημ­μα­σί­α ἔ­δι­ναν στή δύ­να­μη τῆς προ­σευ­χῆς οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ.
               
Κά­ποι­ος πού με­λε­τᾶ τή Γρα­φή, δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι ἡ προ­σευ­χή ἦ­ταν τό πλέ­ον πρό­σφο­ρο ὅ­πλο στά χέ­ρια τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­κεί­νων ἀνδ­ρῶν καί γυ­ναι­κῶν, τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Ἡ προσευχή ἦταν καταφύγιο σωτηρίας σέ στιμές θλίψεων, ἀλλά καί σέ στιγμές χαρᾶς καί εὐφροσύνης αἰτία δοξολογίας. Καμιά τελετή, κανένα ἔργο δέ γινόταν ἄν δέν προπορευόταν κάποια προσευχή.

Αὐτό βέβαια τό υἱοθέτησε καί ἡ Ἐκκλησία μας καί ὅπως βλέπουμε  στό εὐχολόγιο ὑπάρχουν εὐχές – προσευχές γιά κάθε περίσταση. Κι’ ὅμως  οἰ σημερινοί χριστιανοί, ἄλλοι τίς ἀγνοοῦν καί ἄλλοι δέν τούς δίνουν σημασία, ἀφήνοντας κατά μέρος τίς προσευχές σάν κάτι τό ἀχρείαστο.

               
Ἄς δοῦμε λοιπόν ἔστω καί ἐλάχιστα παραδείγματα πρῶτα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.
               
Μέ τήν­ προ­σευ­χή ὁ Ἰ­σα­άκ ἔ­λυ­σε τήν στεί­ρω­ση τῆς γυ­ναί­κας του Ρεβ­βέκ­κας.( Γέ­νε­ση.25, 21)
Μέ τήν προσευχή του ὁ Μωϋσῆς πόσες φορές  δέν ἔσωσε τό λαό του ἀπό τόσους κινδύνους; Μέχρι καί τόν ἥλιο σταμάτησε καί παρατάθηκε ἡ ἡμέρα γιά νά νικηθοῦν οἱ ἐχθροί τοῦ λαοῦ του.( Ἰησοῦς Ναυῆ, 10. 12,13).
Ὁ βασιλιάς Ἐζεκίας πέφτει ἄρρωστος «ἕως θανάτου» καί τόν πληροφορεῖ ὁ πρ. Ἠσαΐας ὅτι θά ἀ­πο­θά­νει. Ἀ­μέ­σως ἀρ­χί­ζει προ­σευ­χή με­τά δα­κρύ­ων καί ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­κού­ει καί τοῦ ἀ­παν­τᾶ: « Ἤ­κου­σα τῆς προ­σευ­χῆς σου, εἶ­δον τά δά­κρυ­ά σου... ἰ­δού ἱ­ά­σο­μαί σε... καί προ­σθή­σω ἐ­πί τάς ἡ­μέ­ρας σου 15 ἔ­τη».(Δ΄ Βασ. 20. 1-6)
Ἡ Πα­να­γί­α μας δέν εἶ­ναι καρ­πός προ­σευ­χῆς τῶν ἀ­τέ­κνων γο­νέ­ων της τοῦ Ἰ­ω­α­κείμ καί τῆς Ἄν­νας;
Ἡ βα­σί­λισ­σα Ἐ­σθήρ μέ τήν προ­σευ­χή της ἔ­σω­σε τόν Ἰ­ου­δα­ϊ­κό λα­ό ἀ­πό τή σφα­γή. (Ἐ­σθήρ, 5. 1).
Ὁ προ­φή­της Δα­νι­ήλ μέ τήν προ­σευ­χή του  γνώ­ρι­σε μέ ἀ­πο­κά­λυ­ψη Θε­οῦ τόν χρό­νο ἐρ­χο­μοῦ τοῦ Μεσ­σί­α καί τό τέ­λος τοῦ κό­σμου. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στό ὁ­μώ­νυ­μο βι­βλί­ο.
Ὁ Βα­σι­λιάς Δαυ­ΐδ ἔ­γι­νε συ­νώ­νυ­μος μέ τήν προ­σευ­χή. Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με τό «Ψαλ­τή­ρι τοῦ Δαυ­ΐδ».
Δέ θά μᾶς φτάσει ὁ χρόνος  ἀπό τοῦ νά διηγοῦμε παραδείγματα προσευχῆς ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.
Ἄς  πᾶ­με τώ­ρα καί στήν Και­νή Δι­α­θή­κη, τή δι­κή μας ἐ­πο­χή, γιά νά δοῦ­με καί ἐ­δῶ ὅ­τι ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι τό Α καί τό Ω τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Εἶ­ναι τό θε­μέ­λιο πού στη­ρί­ζει τό πνευ­μα­τι­κό οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς τῶν μα­θη­τῶν τοῦ Να­ζω­ραί­ου. Εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη τῆς  πνευ­μα­τι­κῆς προ­ό­δου καί σω­τη­ρί­ας.
Στήν ἐ­πο­χή τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἡ προ­σευ­χή λαμ­βά­νει ἄλ­λη δι­ά­στα­ση. Ἐ­νῶ στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη­ἡ προ­σευ­χή πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν μό­νο στού οἰ­κεί­ους καί ὁ­μο­ε­θνεῖς,  τώ­ρα δι­ευ­ρύ­νε­ται καί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει καί τούς ἐ­χθρούς ἀ­κό­μα « προ­σεύ­χε­σθε ὑ­πέρ τῶν ἐ­πη­ρει­α­ζόν­των ὑ­μᾶς». Τή δι­ά­στα­ση αὐ­τή ἔ­δω­σε ὁ Ἴ­διος ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς μέ τό λό­γο του καί τό πα­ρά­δειγ­μά του. Μέ τήν προ­τρο­πή «αἰ­τεῖ­τε, ζη­τεῖ­τε καί κρού­ε­τε,» (Λουκ. 11. 9) τήν προ­σευ­χή ἐν­νο­οῦ­σε. Ὁ Ἴ­διος μᾶς πα­ρέ­δω­σε καί ἕ­να δεῖγ­μα προ­σευ­χῆς τό  γνω­στό « Πά­τερ ἡ­μῶν...» πού τό γνω­ρί­ζουν καί τά μι­κρά παι­διά. Στούς μα­θη­τές Του ἔ­λε­γε νά ἀ­γρυ­πνοῦν καί νά προ­σεύ­χον­ται ( Μάρκ.13. 23).

Δέν ἀρ­κέ­σθη­κε ὁ Κύ­ριος μό­νο στό νά  συμ­βου­λεύ­ει γιά προ­σευ­χή, ἀλ­λά πρῶ­τος Αὐ­τός προ­σευ­χό­ταν « ἦν δι­α­νυ­χτε­ρεύ­ων ἐν τῇ προ­σευ­χῇ τοῦ Θε­οῦ» (Λουκ. 6. 12). Εἶ­ναι δέ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἡ « Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή Του» πού ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἐὐ­α­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης.  Καί πρέ­πει νά ἐ­πι­με­νου­με λέ­γει στήν­προ­σευ­χή μας καί γιά τοῦ­το εἶ­πε καί τήν πα­ρα­βο­λή τοῦ « ἄ­δι­κου κρι­τή καί τῆς ἀ­δι­κου­μέ­νης χή­ρας»(Λουκ. 18.21)Γιά νά μᾶς ἐν­θαρ­ρύ­νει ἀ­κό­μα μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι «ὅ­σα ζη­τή­σου­με στήν προ­σευ­χή μας καί πι­στεύ­ου­με πώς θά τά λά­βου­με, θά τά λά­βου­με σί­γου­ρα» (Ματθ. 21. 22) Με­τά τήν Ἀ­νά­λη­ψη Του στούς οὐ­ρα­νούς, ἡ προ­σευ­χή ἔ­γι­νε ἀ­χώ­ρι­στος σύν­τρο­φος τῶν  μα­θη­τῶν Του, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ὁ Λου­κᾶς, «ἦ­σαν προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες τῇ προ­σευ­χῇ καί τῇ δε­ή­σει» (Πράξ.1. 14)
Ὁ  ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μέ τή σει­ρά του  ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος συμ­βου­λεύ­ει τούς χρι­στια­νούς τῆς Ρώ­μης: «νά προ­σκαρ­τε­ροῦν στίς προ­σευ­χές» ( Ρωμ. 12,12.) Καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος τό ἴ­διο κά­νει (Α΄Πέ­τρου 4.7).
Ὅ ­λα ὅ­σα δί­δα­ξε ὁ Κύ­ριος καί οἱ Ἀ­πό­στο­λοι τά πα­ρά­λα­βε καί τά ἐ­φαρ­μό­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας μέ τίς δι­ά­φο­ρες Ἀ­κο­λου­θί­ες καί Λει­τουρ­γεῖ­ες τις.
Με­γά­λη εἶ­ναι καί ἡ συμ­βο­λή ἐ­κεί­νων τῶν πα­λαι­ῶν Ἀ­σκη­τῶν τῆς ἐ­ρή­μου στή δι­ά­δο­ση καί χρή­ση τῆς προ­σευ­χῆς, στόν πι­στό λα­ό τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί οἱ λό­γιοι Πα­τέ­ρες τῆς  Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τίς προ­σευ­χές πού συ­νέ­τα­ξαν βο­ή­θη­σαν τά μέ­γι­στα στό  νά  γί­νει ἀ­νάγ­κη ἡ προ­σευ­χή, ἀλ­λά καί σ’ ὅ,τι τήν ἀ­φο­ρᾶ.
Τό συμ­πέ­ρα­σμα ἀ­π’ ὅ­τι ἀ­να­φέ­ρα­με πρέ­πει κά­θε χρι­στια­νός ἄν θέ­λει νά­ προ­ο­δεύ­ει πνευ­μα­τι­κά στή ζω­ή του καί νά ἔ­χει τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, θά πρέ­πει νά μά­θει νά προ­σεύ­χε­ται σω­στά καί συ­χνά, πρᾶγ­μα πού θά μᾶς τό δι­δά­ξουν στή συ­νέ­χεια οἱ σο­φοί μας Πα­τέ­ρες.

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

ΠΕΡΊ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΏΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΏΝ

ΠΕΡΊ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΏΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΏΝ



Ο Άγιος Βασίλειος, ο Μέγας αυτός Πατήρ και διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, απευθυνόμενος μαζί με άλλους ορθοδόξους επισκόπους της εποχής του, προς τους εν Ιταλία και Γαλλία οσιωτάτους αδελφούς και συλλειτουργούς επισκόπους, και αναφερόμενος εις την θλιβεράν κατάστασιν που επικρατούσε τότε στις εκκλησίες της Ανατολής, λόγω της Αρειανικής αιρέσεως, μεταξύ άλλων έγραφεν: «Ημίν δε, προς τω φανερώ πολέμω των αιρετικών, έτι και ο παρά των δοκούντων ορθοδοξείν επαναστάς εις έσχατον ασθενείας τας Εκκλησίας κατήγαγεν» (Μεγ. Βασιλείου επιστολή 92)• ήτοι, «εις ημάς δε, μαζί με τον φανερόν πόλεμον των αιρετικών εξηγέρθη ακόμη και ο πόλεμος των όσων εφαίνοντο ότι ομοδοξούν, ο οποίος ωδήγησεν τας εκκλησίας εις την εσχάτην αδυναμίαν»(μετάφρ. Νικοδήμου Μπιλάλη).
Το ίδιο δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα, λες και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μαζί με τον πόλεμον των Οικουμενιστών, αντιμετωπίζουμε και τον πόλεμον των Φιλοοικουμενιστών, οι οποίοι με υποκριτικήν αληθοφάνειαν νοθεύουν τον λόγον του Θεού, και προξενούν μεγάλην ζημίαν εις την Εκκλησίαν Του. Αυτοί οι άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, ενώ δια του προφορικού και γραπτού λόγου τάσσονται εναντίον του Οικουμενισμού, πρακτικά δεν λαμβάνουν μέτρα εναντίον του. Η όλη αντίστασίς των σταματά σε καμμιά προσωπική ή συλλογική διαμαρτυρία και τίποτε περισσότερο. Περί διακοπής μνημοσύνου και Εκκλησιαστικής κοινωνίας, εκ των δεδηλωμένων πλέον Οικουμενιστών, ούτε λόγος να γίνεται• το θεωρούν πλάνη! Και αν βρεθούν μερικοί, οι οποίοι ακολουθούντες το παράδειγμα των αγίων πατέρων μας και υπακούοντες εις τους Εκκλησιαστικούς θεσμούς, διακόψουν την επικοινωνίαν και το μνημόσυνον των αιρετικών, γίνονται άμεσος στόχος των. Προσπαθούν με κάθε τρόπο να δυσφημίσουν αυτούς τους σημερινούς Ομολογητάς της Ορθοδόξου πίστεως ως πεπλανημένους και σχισματικούς, ως φανατικούς και αμαθείς, ως εστερημένους αγάπης και εκκλησιαστικής παιδείας, ως ελαχίστους και ταραχοποιούς, ως ανυποτάκτους και υπερηφάνους, ως διαστροφείς της αληθείας, κ.λ.π. Συνάμα δε προβάλλουν την ιδικήν των στάσιν ως σωστήν και ενδεδειγμένην. Μη έχοντες δε Κανονικές και Πατερικές μαρτυρίες, ή παραδείγματα από την πράξιν της Εκκλησίας μας, καταφεύγουν σε σοφιστικές θεωρίες και επιχειρηματολογίες, οι οποίες λίαν επιεικώς θα μπορούσαν να ονομαστούν αφελείς σκέψεις και σαθρά επιχειρήματα, δια να καλύψουν με τον τρόπον αυτόν την αντιπαραδοσιακήν των στάσιν έναντι της νέας θρησκείας των ημερών μας που λέγεται Οικουμενισμός. Ημείς, με την χάριν του Θεού και δι΄ ευχών των αγίων Πατέρων μας, θα απαντήσουμε σε όλες αυτές τις σοφιστικές ενστάσεις και επιχειρηματολογίες των Φιλοοικουμενιστών, αφού πρώτα παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα, από όσα έγραψαν διάφοροι αξιόλογοι άνθρωποι, για το τι είναι και τι επιδιώκει ο Οικουμενισμός.                                                                                                                                    «Ο Οικουμενισμός είναι αίρεσις των αιρέσεων, διότι μέχρι τώρα εκάστη αίρεσις, εν τη ιστορία της Εκκλησίας προσεπάθησε να τεθή εν τη θέσει της αληθούς Εκκλησίας, ενώ η Οικουμενική κίνησις ενώσασα απάσας τας αιρέσεις προσκαλεί όλας ομού να τιμήσουν εαυτάς ως την Μίαν, Αληθή Εκκλησίαν! Ενταύθα ο αρχαίος Αρειανισμός, Μονοφυσιτισμός, Πελαγιανισμός, Εικονομαχία, και απλώς κάθε δυνατή δεισιδαιμονία των συγχρόνων αιρέσεων υπό τελείως διαφορετικά ονόματα έχουν ενωθή και ετοιμάζονται να επιτεθούν κατά της Εκκλησίας. Αυτό το φαινόμενο είναι αναμφιβόλως αποκαλυπτικού χαρακτήρος… Ο Οικουμενισμός προσπαθών να καταστρέψη τα όρια της Εκκλησίας του Χριστού, δεν έχει όρια ο ίδιος. Ήδη συζητείται, όχι μόνον περί ενώσεως με όλους τους Χριστιανούς, ακόμη και με τους Ιουδαίους, αλλά και πας ζων επί της γης είναι μέλος της εκκλησίας. Εν τω Π.Σ. των Εκκλησιών, ως δια ταχυδακτυλουργίας έχουν συνδεθή και ενωθή όλαι αι βλασφημίαι, πλάναι και αντιθέσεις ολοκλήρου της πνευματικής ιστορίας της ανθρωπίνης φυλής, από του Κάϊν και Χαμ μέχρι του Ιούδα του προδότου, Καρλ Μαρξ, του διαφθορέως Φρόϋδ και γενικώς όλων των μικροτέρων και μεγαλυτέρων συγχρόνων βλασφήμων… (Μητροπολίτου Βιταλίου, της εν Διασπορά Υπερορίου Ρωσικής Εκκλησίας. «Ορθόδοξος Τύπος» της 10ης Φεβρουαρίου—20ης Μαϊου 1970»).     
«Ο Οικουμενισμός, η μεγαλυτέρα αίρεσις του εικοστού αιώνος, κηρύττουσα τον δογματικόν και θρησκευτικόν συγκρητισμόν και τείνουσα εις εν είδος πανθρησκείας δια της εξισώσεως των χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών, αποτελεί την πλέον θανάσιμον απειλήν δια την Ορθοδοξίαν…» (Αρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, ¨Ορθοδοξία και Παπισμός¨ τόμος Α σελ. 377, Αθήναι 1969).    

«Ο Οικουμενισμός, η μεγαλυτέρα αίρεσις του εικοστού αιώνος, κηρύττουσα τον δογματικόν και θρησκευτικόν συγκρητισμόν και τείνουσα εις εν είδος πανθρησκείας δια της εξισώσεως των χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών, αποτελεί την πλέον θανάσιμον απειλήν δια την Ορθοδοξίαν…» (Αρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, ¨Ορθοδοξία και Παπισμός¨ τόμος Α σελ. 377, Αθήναι 1969).    
«Ο Οικουμενισμός, η μεγαλυτέρα αίρεσις του εικοστού αιώνος, κηρύττουσα τον δογματικόν και θρησκευτικόν συγκρητισμόν και τείνουσα εις εν είδος πανθρησκείας δια της εξισώσεως των χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών, αποτελεί την πλέον θανάσιμον απειλήν δια την Ορθοδοξίαν…» (Αρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, ¨Ορθοδοξία και Παπισμός¨ τόμος Α σελ. 377, Αθήναι 1969).

).     «Ο Οικουμενισμός, κατασκεύασμα μασωνικό, ζητεί να ισωπεδώση όλες τις θρησκείες, να τις ζυμώση μέσα στο ίδιο ζυμωτήρι, για να ετοιμάση σιγά-σιγά την πάστα της θρησκευτικής αδιαφορίας-πρόδρομο σύμπτωμα του Αντιχρίστου. (Ορθοδόξου χριστιανού του πρώην σιδηρού Παραπετάσματος, «Ορθόδ. Τύπος Ιούνιος 1966). Και δι΄ ημάς ο Οικουμενισμός είναι εν είδος νέας θρησκείας, Πανθρησκείας θα λέγαμς, που ενώνοντας όλες τις υπάρχουσες θρησκείες του κόσμου θα καταστή η θρησκεία της «Νέας Εποχής» ή της «Εποχής του Υδροχόου», ως την ονομάζουν οι μωρολόγοι αστρολόγοι. Δηλαδή της εποχής που θα παύση—κατ΄ αυτούς βέβαια—να λατρεύεται ο Αληθινός Θεός ημών και αντ΄ Αυτού θα λατρεύεται ο Διάβολος! Αυτός είναι ο Οικουμενισμός και αυτόν τον σκοπόν εξυπηρετούν όλοι οι οπαδοί του, κληρικοί και λαϊκοί. Δια να μη θεωρηθή ότι τους αδικούμε, θα παραθέσουμε δύο-τρεις δηλώσεις διαπρεπών Οικουμενιστών: «Απατώμεθα και αμαρτάνουμε, εάν νομίζωμεν ότι η Ορθόδοξος Πίστης κατήλθεν εξ ουρανού και ότι τα άλλα δόγματα είναι ανάξια. Τριακόσια εκατομμύρια ανθρώπων εξέλεξαν τον Μουσουλμανισμόν δια να φθάσουν εις τον Θεόν των και άλλαι εκατοντάδες εκατομμύρια είναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας είναι να βελτιώση τον άνθρωπον» (Πατρ. Αθηναγόρας, «Ορθόδοξος Τύπος» Δεκ. 1968)                                                                                                                                              «Η Οικουμενική κίνησις, φρονούμεν, αν και χριστιανικής προελεύσεως, οφείλει να γίνη κίνησις όλων των θρησκειών της μιας προς την άλλην, όπως γίνη διάλογος, αν τυγχάνη αληθές, ότι όλαι αι θρησκείαι υπηρετούν τον Θεόν και τον άνθρωπον» (Ιακώβου Αρχιεπ. Αμερικής, «Ορθ. Τύπος» Αύγ-Σεπτ. 1968).                                                                                                                    «Και ο Μωάμεθ είναι ένας απόστολος ο οποίος πολλούς ωδήγησε εις την Βασιλείαν των Ουρανών» (Αλεξανδρείας Παρθένιος).                                                                          
Ας δούμε τώρα και μίαν προσευχήν των Οικουμενιστών: «Ω Θεέ, Πάτερ, Συ δύνασαι να ποιήσης καινά τα πάντα. Εμπιστευόμεθα εαυτούς εις Σε• βοήθησον ημάς να ζώμεν δια τους άλλους, διότι και η αγάπη Σου απλούται προς πάντας τους ανθρώπους • να ερευνώμεν δια την αλήθειαν, την οποίαν δεν έχομεν γνωρίσει» (Ορθ. Τύπος 10 Φεβ.-20 Μαϊου 1970).    
Ας ερευνούν λοιπόν οι σκοτεινοί αυτοί άνθρωποι δια την αλήθειαν που δεν έχουν γνωρίσει• ας ψάχνουν εις τους σκοτεινούς θαλάμους των Μασωνικών στοών να την βρουν. Δι΄ ημάς, «η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή» (Ιωάν. ιβ,6), είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ο Αληθινός Θεός ημών. Το λυπηρόν εν προκειμένω είναι ότι, οι άνθρωποι αυτοί έχουν καταλάβει τις ανώτερες και ανώτατες θέσεις εις την Εκκλησίαν του Χριστού, με αποτέλεσμα να οδηγούν πολλούς Ορθοδόξους χριστιανούς εις την Θρησκείαν της «Νέας Εποχής», τον Οικουμενισμόν. Από αυτούς τους ανθρώπους δεν θέλουν να χωρισθούν οι Φιλοοικουμενισταί, διότι πιστεύουν πως κάνοντας κάτι τέτοιο χωρίζονται από την Εκκλησίαν του Χριστού!!! Εμποδίζουν δε με κάθε τρόπον να χωρισθή κάθε καλοπροαίρετος, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον ψυχικόν κίνδυνον που επιφέρει ο Οικουμενισμός. Ο Κύριός μας ελέγχοντας τους Φαρισαίους και γραμματείς της εποχής Του είπεν: «Ουαί υμίν τοις νομικοίς ότι ήρατε την κλείδα της γνώσεως• αυτοί ουκ εισήλθετε, και τους εισερχομένους εκωλύσατε»(Λουκά ια,52), δηλαδή «Αλοίμονό σας, διότι αφαιρέσατε από τους ανθρώπους το κλειδί της γνώσεως, τους εσκοτίσατε δηλαδή τον νουν με τας ψευδείς διδασκαλίας σας και τους επήρατε το μέσον, με το οποίον θα εγνώριζαν την αλήθειαν και θα επροχωρούσαν τον δρόμον της σωτηρίας. Έτσι, και εσείς δεν εισήλθατε εις την Βασιλείαν του Χριστού, και εκείνους που ήθελαν να εισέλθουν τους εμποδίσατε» (Μετάφρ. Ιωάν. Θ. Κολιτσάρα). Καλόν είναι να προσέξουν οι Φιλοοικουμενισταί, μήπως εμποδίζοντας τους ευσεβείς χριστιανούς να διακόψουν κάθε επικοινωνίαν με τους Οικουμενιστάς, κληρονομήσουν το ουαί του Κυρίου μας…                                                                      

Δεν πρέπει, λέγουν να αποκαλούμε τους Οικουμενιστάς αιρετικούς, αλλά φιλοαιρετικούς, και ότι αυτά που κάνουν δεν τα πιστεύουν, αλλά κάνουν διαφόρους πολιτικούς ελιγμούς που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Εκκλησίας και του Έθνους. Οι Οικουμενισταί, αγαπητοί μας, δεν είναι απλώς αιρετικοί ή φιλοαιρετικοί, αλλά αλλόθρησκοι. Είναι όπως αναφέραμε συνιδρυταί της θρησκείας της «Νέας Εποχής», δια της οποίας λατρεύεται ο διάβολος. Είναι φορείς της φοβεράς αυτής πνευματικής νόσου, και σε μερικές περιπτώσεις ξεπερνούν εις τις εκδηλώσεις των και αυτούς τους προτεστάντας. Οι ίδιοι άλλωστε δυστυχείς αυτοί άνθρωποι, καυχώνται, ότι είναι ιδρυτικά μέλη του Π.Σ.Εκκλησιών. Ο καταστατικός χάρτης της Οικουμενικής κινήσεως είναι η εγκύκλιος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1920 της οποίας η εκκλησιολογική βάσις είναι η Προτεσταντική κακοδοξία «της θεωρίας των κλάδων», που σημαίνει ότι όλες οι χριστιανικές «εκκλησίες», κατέχουν μερικήν αλήθειαν, και μόνον αν ενωθούν όλες μαζί μπορούν να έχουν την αλήθειαν. Από το έτος 1971 και μετά, μέσα εις την «θεωρίαν των κλάδων» εισήλθον και οι αλλόθρησκοι, ως έχοντες αξιοσέβαστες πνευματικές παραδόσεις (!) και άρχισαν συμπροσευχές, διαλόγους και συνεργασίες. Την ίδιαν πανθρησκευτικήν πορείαν ακολουθεί και ο Παπισμός, ο οποίος αν και δεν είναι μέλος του Π.Σ. Ε. συνεργάζεται στενά και διοργανώνει πανθρησκειακές συναντήσεις τύπου Ασσίζης (επτά μέχρι τώρα από το 1981) με την συμμετοχήν βέβαια πάντοτε των «Ορθοδόξων Οικουμενιστών». Δια το ότι όλα αυτά που κάνουν είναι πολιτικές σκοπιμότητες και δεν τα πιστεύουν, ημείς δεν συμφωνούμεν. Πρώτα απ΄ όλα τι σχέσι μπορεί να έχουν οι ποιμένες της εκκλησίας μας με πολιτικές σκοπιμότητες; Και δεύτερον μέχρι που τέλος πάντων μπορούν να φθάσουν αυτές; Πότε η Εκκλησία μας ανεμίχθη με την πολιτικήν και βγήκε κερδισμένη;Δι΄ ημάς οι Οικουμενισταί είναι συνειδητά μέλη της νέας θρησκείας και προσπαθούν με κάθε τρόπο να διαδώσουν και να την επιβάλουν. Οι ίδιοι δεν το κρύβουν• όπου βρεθούν το διακηρύσσουν με τα λόγια τους και με τα έργα τους. Εξυπηρετούν βέβαια πολιτικές σκοπιμότητες, όχι όμως δια το καλόν της Εκκλησίας μας, αλλά δια την συντομώτερη επικράτηση του αντιχρίστου. Είναι διαβρωμένα άτομα, τα οποία συνειδητά ενεργούν δια την καταστροφήν της Εκκλησίας του Χριστού! Άρα όλα αυτά που λέγουν οι Φιλοοικουμενισταί είναι «προφάσεις εν αμαρτίαις»!

Άλλο ένα επιχείρημα που προβάλλουν οι Φιλοοικουμενισταί είναι το πλήθος των ανθρώπων που ακολουθούν την δική τους γραμμήν λέγοντας: «Τόσοι Αρχιερείς, τόσοι Ιερείς, τόσοι Μοναχοί και λαϊκοί πεπαιδευμένοι και μη, δεν διακόπτουν πνευματικήν επικοινωνίαν με τους Οικουμενιστάς, όλοι αυτοί επλανήθησαν και μόνον εσείς οι ολίγοι είσθε με την αλήθεια;». Παλαιόν το σόφισμα, ανασκευασμένον και απογεγυμνωμένον υφ΄ όλων σχεδόν των αγίων Πατέρων μας και της Αγίας Γραφής. Το δυστύχημα δι΄ αυτούς που λέγουν όλα αυτά είναι ότι η αλήθεια δεν συμβαδίζει πάντοτε με τους πολλούς, αλλά πολλές φορές με τους ολίγους. Ο ίδιος ο Κύριός μας είπεν: «ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι δι΄ αυτής. Ότι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. ζ, 13-14). Και εις άλλο σημείον: «Πολλοί γαρ εισί κλητοί ολίγοι δε εκλεκτοί». Οι άγιοι πατέρες μας απαντούσαν ως εξής, όταν οι αιρετικοί προέβαλλον ως επιχείρημα το πλήθος που τους ακολουθούσε: «Πλήθει το ψεύδος κρατύνεις; Έδειξας του δεινού την επίτασιν(έντασιν, δυνάμωμα)• όσω γαρ πλείους εν τω κακώ τοσούτω μείζων η συμφωρά». «Εμοί πλήθος αιδέσιμον ου το χαίρον καινοτομία, αλλά το φυλάσσον πατρώαν κληρονομίαν»(άγ. Θεόδωρος  ο Στουδίτης PG 99, επιστολή 45). Σε άλλο σημείο λέγει: «Μη θώμεν σκάνδαλον της Εκκλησίας του Θεού, ήτις εστί και εν τρισίν Ορθοδόξοις οριζομένη κατά τους αγίους»(άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης PG  99, 1049B). Ο άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής έγραφε: «Ει και πάνυ ολίγοι εν τη Ορθοδοξία και ευσεβεία διαμένουσιν ούτοι εισίν Εκκλησία και το κύρος και η προστασία των εκκλησιαστικών θεσμών εν αυτοίς κείται». Ο καθηγητής Γ. Φλωρόφσκυ έγραφε: «Πολύ συχνά το μέτρον της αληθείας είναι η μαρτυρία της μειοψηφίας, είναι δυνατόν να είναι καθολική Εκκλησία το μικρόν ποίμνιον. Είναι δυνατόν να εξαπλωθούν οι αιρετικοί παντού και να καταλήξη η Εκκλησία στο περιθώριον της Ιστορίας, ή να αποσυρθή εις την έρημον. Αυτό συνέβη κατ΄ επανάληψιν εις την ιστορίαν και είναι πολύ πιθανόν να συμβή και πάλιν». Δεν αποτελούν λοιπόν οι πολλοί την Εκκλησίαν του Χριστού, αλλά οι την ορθήν και σωτήριον της πίστεως ομολογία φυλάσσοντες, όσοι ολίγοι και αν είναι.
Λέγουν οι Φιλοοικουμενισταί: «Ο Πατριάρχης ό,τι και αν λέγη και πράττη, δεν παύει να είναι σύμβολον ενότητος της Εκκλησίας, δι΄ αυτό δεν πρέπει να χωριζόμεθα από αυτόν, αλλά μόνον να διαμαρτυρώμεθα». Άλλα απατηλά επιχειρήματα και ταύτα, γεννήματα της νοσηράς διανοίας των. Σύμβολον ενότητος της Εκκλησίας του Θεού αγαπητοί μας, είναι ο κάθε Επίσκοπος ή Πατριάρχης όταν παραμένη πιστός τηρητής των Αποστολικών Παραδόσεων και δογμάτων, και ορθοτομή τον λόγον της Εκκλησίας, διαφορετικά γίνεται σύμβολον διαιρέσεως και σχισμάτων! Ως σύμβολον ενότητος της ψευδοεκκλησίας των έχουν και οι Παπικοί τον Πάπαν, αλλά όλοι οι αιρετικοί και αλλόθρησκοι έχουν κάποιον «Πατριάρχην» ως σύμβολον ενότητος. Τι βγαίνει με αυτό; απολύτως τίποτα! Δια δε το ότι δεν πρέπει να χωριζώμεθα, αλλά μόνον να διαμαρτυρώμεθα, επαναλαμβάνομεν ότι, χωρίς πρακτικήν αντίδρασιν διακοπής μνημοσύνου και επικοινωνίας τίποτε δεν γίνεται. Όπως η «πίστις άνευ έργων είναι νεκρά» κατά τον απόστολον Ιάκωβον (Ιάκ. Β΄ 17), έτσι και διαμαρτυρίες χωρίς πρακτικά μέτρα είναι νεκρές. Πόσες και πόσες διαμαρτυρίες δεν έγιναν μέχρι τώρα, αλλά ποιο το αποτέλεσμα; «Ούτε που ιδρώνει το αυτί τους», κατά την λαϊκήν έκφρασιν. Συνειδητώς οι Οικουμενισταί προχωρούν, με πρόγραμμα και συντονισμό, εις το καταστροφικόν έργον τους, που είναι η διάλυσις της Εκκλησίας του Χριστού και η δημιουργία της «εκκλησίας» του αντιχρίστου. Μην συμπράττετε και εσείς, ω Φιλοοικουμενισταί, με την στάσιν σας, εις την δημιουργίαν αυτής.
Αυτοί που διακόπτουν την επικοινωνίαν και το μνημόσυνον του κάθε Επισκόπου και Πατριάρχου, λέγουν, είναι αμόρφωτοι, εστερημένοι εκκλησιολογικής παιδείας και φανατικοί. Μπορεί, αγαπητοί μας, ημείς που διακόψαμε κάθε εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά των Οικουμενιστών να είμεθα οι περισσότεροι αμόρφωτοι και αμαθείς, αλλά δεν είμεθα προδόται της Ορθοδόξου πίστεώς μας. Μένουμε πιστοί εις όλα όσα παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρας μας, και δεν ακολουθούμε τον αλλότριον ποιμένα, καθ΄ ότι ουκ οίδαμε του αλλοτρίου την φωνήν, ως λέγει και ο Κύριός μας. Δεν γνωρίζουμε την φωνή του• μας είναι ξένη. Δεν χρειάζεται δε να έχη κανείς πολλήν κατά κόσμον μόρφωσιν δια να ιδή και να καταλάβη τι είναι οι Οικουμενισταί και που οδηγούν αυτούς που τους ακολουθούν. Η Ασσίζη, η Καμπέρα, η Ουψάλα, η Ρώμη, η Γενεύη, ο Λίβανος και άλλες πόλεις εις τις οποίες έγιναν τα συνέδριά των, καθώς και τα έργα και οι δηλώσεις των, καταμαρτυρούν τους σκοπούς και τις προθέσεις των. Φανατικοί δεν είμεθα, μάλιστα θα λέγαμε ότι είμεθα και πάρα πολύ χλιαροί. Που είναι εις ημάς οι αγώνες των αγίων Πατέρων μας υπέρ της κοινής παρακαταθήκης και κληρονομίας της Ορθοδόξου πίστεώς μας; Ημείς απλώς προσπαθούμε να κάνουμε μικράν υπακοήν εις τας Αποστολικάς παραγγελίας: «Παραγγέλλομεν δε υμίν αδελφοί—γράφει ο απόστολος Παύλος—εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παράδοσιν ην παρέλαβον παρ΄ ημών» (Θεσσ. Β΄ : γ,6). Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης ο Οεολόγος ταύτα λέγει: «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει (δηλαδή δεν διδάσκει την Ορθόδοξον πίστιν), μη λαμβάνητε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε• ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»(Ιωάν. Β΄ 10-11). Τίποτε περισσότερο δεν κάνουμε ημείς, από του να αποφεύγουμε όλους αυτούς που περιπατούν ατάκτως.                                                                                            Ας μη ξεχνούν δε και τούτο οι Φιλοοικουμενισταί, ότι, και το κήρυγμα του Ευαγγελίου, οι απλοί και αμόρφωτοι άνθρωποι κατά πλειοψηφίαν το εδέχθησαν, ελάχιστοι δε οι κατά κόσμον σοφοί. Ιδού τι γράφει ο απόστολος Παύλος: «Βλέπετε αδελφοί την κλήσιν υμών, ότι ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, ου πολλοί δυνατοί, ου πολλοί ευγενείς, αλλά τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά, και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση, όπως μη καυχήσητε πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού»(Α΄ Κορ. α:26-29).                                                                                                       Όσον δε δια την εκκλησιαστικήν παιδείαν, όση μας χρειάζεται, έχουμε. Ξέρουμε να σεβώμεθα, να αγαπούμε και να υπακούωμεν εις τους πνευματικούς μας ποιμένας και διδασκάλους, όταν φυλάττουν την άπαξ τοις αγίοις παραδοθείσαν πίστιν, και ξέρουμε πότε πρέπει ν΄ αποχωριζώμεθα εξ αυτών μετ΄ αλγούσης καρδίας, όταν αυτοί αθετώντας την αποκεκαλυμμένην αλήθειαν της πίστεώς μας, «λαλούν διεστραμμένα» κατά τον Απόστολον. Αι, τότε δεν τους ακολουθούμε, διότι δεν επιθυμούμε να γίνουμε οπαδοί τους και συνοδοιπόροι προς την αιωνίαν απώλειαν. Παραμένουμε εντός της Εκκλησίας μας, ως πιστά μέλη, η οποία ως «στύλος και εδραίωμα της αληθείας», παρέχει εις ημάς όλα τα μέσα δια την σωτηρίαν μας.

Ημείς συνεχίζουν να λέγουν οι Φιλοοικουμενισταί ακολουθούμε τους μεγάλους Γέροντας της εποχής μας, που δεν διέκοψαν πνευματικήν σχέσιν με τους Οικουμενιστάς, αλλά εργάσθηκαν εντός της Εκκλησίας και εχαριτώθησαν από τον Κύριόν μας, ώστε να διενεργούνται δι΄ αυτών διάφορα θαύματα. Δι΄ ημάς αγαπητοί μας, κριτήριον αγιότητος κάθε ανθρώπου είναι ο ορθός βίος, συνοδευόμενος όμως μετά της ορθής πίστεως. Όσα θαύματα και αν κάνη κανείς, όταν δεν υπάρχη η ανωτέρω προϋπόθεσις, δεν δυνάμευα να τον δεχθούμε ως πρότυπον μιμήσεώς μας. «Πρέπει—γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος—εάν θέλουμε να ελευθερωθούμε από την γέενναν (του πυρός) και επιτύχουμε της βασιλείας (των Ουρανών), να στολιζώμεθα με τα ορθά δόγματα και με επιμέλειαν της ζωής μας». (Ομιλ. ιγ΄ εις την Γεν.). Ο δε Κύριός μας, λέγει εις το ιερόν Ευαγγέλιον: «Πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη τη ημέρα• Κύριε Κύριε, ου τω Σω ονόματι επροφητεύσαμεν, και τω Σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω Σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; Και τότε ομολογήσω αυτοίς, ότι ουδέποτε έγνων υμάς. Αποχωρείτε απ΄ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν»(Ματθ. ζ, 22-23). Από τα λόγια αυτά του Κυρίου μας βλέπουμε πως θα υπάρξουν άνθρωποι, που εις το Όνομά Του θα κάνουν διάφορα θαύματα, αλλά θα εργάζονται την ανομίαν! Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος θέλοντας να προφυλάξη τους πιστούς της εποχής του από τους ψευδοδιδασκάλους έγραφε: «Πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν προφητεύη, καν σημεία ποιή, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά, φθοράν προβάτων κατεργαζόμενος». Ακόμη και μετά θάνατον είναι δυνατόν, εις τάφους αμαρτωλών ανθρώπων να ενεργούνται θαύματα, ή δια την πίστιν των προσερχομένων ή και από διαβολικήν ενέργειαν, δια παραπλάνησιν των πιστών. Ο άγιος Μελέτιος ο Ομολογητής, γράφει σχετικά δια στίχων:                                                                                                                        «Άλλη δε πάλιν άσωτος του βίου μεταστάσα,                                                              τον τάφον είχεν αυτουργόν τεράτων και σημείων•                                                     και τούτο τέχνη του Σατάν ίνα νομοθετήση                                                               τους απλουστέρους απατών, μη βλάπτειν την πορνείαν…                                        Αλλ΄ ουδ΄ εκείνον αγνοείς τον μοναχόν, ως οίμαι,                                                   ος εν τω πάθει κοιμηθείς και παρά μοναζούσης,                                                         η τότε συνεφθείρετο παραδοθείς τω τάφω,                                                            ως ύστερον εξήγγειλεν αυτή τω Πατριάρχη,                                                              καινά μετά τον θάνατον ετέλεσε σημεία                                                                   δεικνύς τον τάφον αυτουργόν τεράτων και σημείων».                                                                                  

Διατί επιτρέπει ο Θεός, να γίνονται θαύματα πολλές φορές από αιρετικούς και αμαρτωλούς ανθρώπους, ακόμη και μετά θάνατον, δι΄ ημάς είναι άδηλον. Ημείς δεν πρέπει να παρασυρώμεθα από τέτοια φαινόμενα, χωρίς πρώτα να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά την χωήν και διδασκαλίαν των ανθρώπων αυτών. Ο αντίχριστος θα κάνη τέρατα και σημεία και θα προσπαθήση να πλανήση και τους εκλεκτούς. Δια τους φημιζόμενους «μεγάλους γέροντας» της εποχής μας, μπορούμε να ειπούμε, χωρίς καθόλου να τους αδικούμε, ότι δεν επήραν και δεν παίρνουν σαφήν και κατηγορηματικήν θέσιν εναντίον της Οικουμενιστικής κινήσεως. Βέβαια δεν ημπορεί κανείς να τους κατηγορήση ως Οικουμενιστάς, αλλά ημπορεί άνετα να τους κατηγορήση ως Φιλοοικουμενιστάς. Μιλούσαν και μιλούν πολλές φορές κατά του Οικουμενισμού, αλλά πρακτικά δεν έκαναν και δεν κάνουν τίποτα.                  









 Πολλές φορές μάλιστα που συνήντησαν υψηλά ισταμένους Οικουμενιστάς, έβαλον εδαφιαίες μετάνοιες ζητώντας την ευχήν των. Εις τα εκκλησιολογικά είχαν και έχουν και αυτοί την τελείως εσφαλμένην άποψιν, την εντός της Εκκλησίας των Οικουμενιστών παραμονήν όλων. Το μόνον ελαφρυντικόν που ίσως θα μπορούσε κανείς να δεχθή δι΄ αυτούς, είναι ότι ασχολούμενοι πολύ με την βελτίωσιν της προσωπικής των ζωής, και με τον πολύ κόσμον δεν είχαν και δεν έχουν χρόνον ν΄ ασχοληθούν προσωπικά και σοβαρά με την μεγάλην προδοσίαν της Εκκλησίας, που γίνεται επί των ημερών μας. Την άγνοιαν συγκαταβατικά την κρίνει και ο Κύριός μας. Ημείς τα μεν καλά τους έργα ας μιμούμεθα, την δε στάσιν τους απέναντι του Οικουμενισμού να την απορρίπτωμεν, ως απάδουσα εις την όλην Εκκλησιαστικήν Παράδοσιν.
Όλοι αυτοί, λέγουν οι Φιλοοικουμενισταί, που διέκοψαν το μνημόσυνον και την επικοινωνίαν με τους οικουμενιστάς, είναι άνθρωποι ταραχοποιοί, εστερημένοι αγάπης και ταπεινώσεως. Αυτά και άλλα περισσότερα λέγουν οι άνθρωποι, δια να δυσφημίσουν αυτούς που σηκώνουν τον Σταυρόν της Ομολογίας. Και τι να είπουν; Αφού δεν έχουν Γραφικές και Πατερικές μαρτυρίες δια να στηρίξουν την θέσιν των, καταφεύγουν σε ύβρεις, και συκοφαντίες. Βέβαια αυτό δεν είναι κάτι νέον. Όλοι οι αιρετικοί με παρομοίας μεθόδους προσπαθούσαν να πλήξουν τους Ορθοδόξους. Πολλές φορές, όταν είχαν τα μέσα, χρησιμοποιούσαν και την βίαν. Αλλά και σήμερα, όταν υπάρχει συνδρομή της κρατικής εξουσίας, αυτό γίνεται. Παράδειγμα, ο βάναυσος τρόπος που εξεδίωξαν από την Σκήτην του Προφήτου Ηλιού εις το Άγιον Όρος, τους εκεί μοναχούς (6 Μαϊου 1992). Μας κατηγορούν, λοιπόν, ως εστερημένους αγάπης, υπερηφάνους και ταραχοποιούς. Ναι, δεν αρνούμεθα αγαπητοί μας, ότι υστερούμεν κατά πολύ, και δεν έχουμε φθάσει εις τα μέτρα των μεγάλων αυτών αρετών, αλλά προσπαθούμε με την χάριν του Θεού, αναλογιζόμενοι την ευτέλειάν μας να αγαπήσωμεν πρώτον τον Δημιουργόν και Πλάστην μας και κατόπιν όλους τους ανθρώπους ως εικόνας του Θεού. Διότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι άνευ ταπεινώσεως και αγάπης δεν δυνάμεθα να έχουμε ουδεμίαν σχέσιν με τον Κύριόν μας. Ποίος δεν γνωρίζει τον υπέροχον ύμνον προς την αγάπην του αποστόλου Παύλου (Α΄ Κορ. ιγ: 1-13); Καθώς και όσα δι΄ αυτήν έγραψεν ο μαθητής της αγάπης Ιωάννης ο Θεολόγος, αλλά και όλοι οι άγιοί μας; Ή ποίος δεν γνωρίζει τα όσα έχουν γραφεί δια την υψοποιόν ταπείνωσιν, η οποία κατά τους αγίους Πατέρας μας είναι ο θρόνος της αγάπης και όλων των άλλων αρετών; Εις την προκειμένην περίπτωσιν τα πράγματα αλλάζουν. Αυτοί οι ίδιοι οι άγιοί μας που εξύμνησαν τόσον την αγάπην και ταπείνωσιν και ησυχίαν, μας εδίδαξαν «να φεύγωμεν τους αιρετικούς ως φεύγει τις από όφεως». Μετεχειρίσθησαν δε και γλώσσαν πολύ βαρείαν εναντίον των, αποκαλέσαντες αυτούς : ληστάς, δολίους, πανούργους, λυσσώντας και μαινομένους, όφεις δηλητηριώδεις, εναγείς και αλάστορας, κύνας, λύκους βαρείς, αναιδείς, αντιχρίστους κ.λ.π. Επίσης μας εδίδαξαν να μην υπακούωμεν εις αυτούς «όταν τι εναντίον τη του Χριστού εντολή παραφθείρον ή μολύνον αυτήν εταχθώμεν παρά τινος, καιρός ειπείν τότε πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Μέγας Βασίλειος, Λογ. Ασκητ. Α΄ Πατερ. Εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσ. 1973 τομ. 8, σελ 125). Ακόμη δε μας εδίδαξαν να μην σιωπώμεν και ησυχάζωμεν όταν η πίστις κινδυνεύει• «εντολή Κυρίου μη σιωπάν εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως» (άγ. Θεόδωρος Στουδίτης, PG  99  1321), διότι κατά τον ίδιον: «έργον μοναχού (εστίν) μηδέ το τυχόν ανέχεσθαι καινοτομείσθαι το Ευαγγέλιον». Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε δια τους μοναχούς της εποχής του: «τούτο ου φέρουσιν επιεικείς είναι, Θεόν προδιδόναι δια της ησυχίας, αλλά και λίαν εισιν ενταύθα πολεμικοί τε και δύσμαχοι (ακαταμάχητοι), τοιούτον γαρ η του ζήλου θερμότης…». Ο δε άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει: «εάν όμως ο λόγος και η υπόθεσις είναι περί πίστεως και παραδόσεων της Εκκλησίας μας τότε και ο πλέον ειρηνικός και ήσυχος πρέπει να πολεμή υπέρ αυτών» (Αόρατος Πόλεμος, μέρος Β΄ κεφ. Ιθ σημ. Ι). Είναι τόσες οι αγιογραφικές και Πατερικές μαρτυρίες, που αναφέρουν ότι δεν πρέπει να υπακούωμεν εις όσους μας προστάσσουν κάτι που είναι εναντίον της εντολής του Θεού, καθώς και να μη σιωπούμεν και ησυχάζωμεν όταν η πίστις κινδυνεύει, που θα εχρειάζετο ολόκληρος τόμος να τις παραθέση κανείς όλες. Δεν ιστερείται λοιπόν αγάπης και ταπεινώσεως, ως και ησυχαστικής και ειρηνικής διαθέσεως, αυτός ο οποίος διακόπτει το μνημόσυνον και την επικοινωνίαν του κηρύττοντος αίρεσιν ή κακοδοξίαν Επισκόπου, Μητροπολίτου και Πατριάρχου, και με Θείον ζήλον αναλαμβάνει την υπεράσπισιν της Ορθοδοξίας. Όλοι οι απ΄ αιώνος άγιοί μας αυτό έκαναν και όσοι θέλουν να λέγωνται Ορθόδοξοι χριστιανοί αυτό πρέπει να κάνουν. Ξέρουν οι ευσεβείς χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί πότε πρέπει να αγαπούν και πότε να «μισούν», κατά το ψαλμικόν, «εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων και μετά ασεβών ου μη καθίσω» (Ψαλμ. κε,5) και «ουχί τους μισούντας σε Κύριε εμίσησα; Τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς και εις εχθρούς εγένοντό μοι»(Ψαλμ. ρθλ: 21). Ξέρουν πότε να ταπεινώνωνται και να καυχώνται κατά τον απόστολον, «ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω» και ξέρουν πότε να υπακούουν και πότε να παρακούουν. «Προσέχετε από των ψευδοπροφητών» λέγει ο Κύριός μας. Ξέρουν ότι πρώτα από όλα, και πάνω από όλα, πρέπει να αγαπούν, τον Θεόν και να υπακούουν εις Αυτόν φυλάττοντες τας θείας Αυτού εντολάς, δεικνύοντες έτσι την πραγματικήν αγάπην εις Αυτόν: «εάν αγαπάτε με τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε»(Ιωάν. ιδ, 15). Ξέρουν φυλάττοντες την εντολήν του Κυρίου μας, να αγαπούν ως τους εαυτούς των και τους πλησίον τους, και εμπράκτως να βοηθούν αυτούς όταν έχουν ανάγκην, ανεξαρτήτως φυλής, εθνότητος, χρώματος και θρησκείας, προσπαθώντας συνάμα με την βοήθειαν του Θεού, και με το χριστιανικόν τους παράδειγμα να τους κάμουν να γνωρίσουν τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν τον μόνον αληθινόν Θεόν και την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του. Ξέρουν ακόμη και πάλιν φυλάττοντες τις θείες εντολές να σέβωνται και να τιμούν τους πολιτικούς άρχοντας, πειθαρχούντες εις τους νόμους της πολιτείας, που δεν είναι εναντίον των εντολών του Θεού, καθώς και εις όλους τους πνευματικούς πατέρας και ποιμένας της Εκκλησίας μας, όταν και αυτοί παραμένουν πιστοί εις την παραδεδομένην αλήθειαν. Γνωρίζουν να διακρίνουν το καλόν από το κακόν, το φως από το σκότος, την αλήθειαν από το ψεύδος, την Ορθοδοξίαν από την αίρεσιν, την απάτην, και την πλάνην, τους αληθείς ποιμένας και διδασκάλους από τους λαλούντας διεστραμμένα. Γνωρίζουν να ξεχωρίζουν τις προσωπικές και ανθρώπινες αδυναμίες των πνευματικών τους Πατέρων και δεν χωρίζονται εξ αιτίας αυτών, όπως κάνουν ένεκα των αιρετικών δοξασιών και πλανών τους, που υποχρεωτικά και με πόνο ψυχής διακόπτουν κάθε εκκλησιαστικήν επικοινωνία μαζί των, προφυλάσσοντας εαυτούς και όλην την Εκκλησίαν από τον όλεθρον των αιρέσεων και σχισμάτων. Δεν υστερούνται, λοιπόν αγάπης και ταπεινώσεως ως κατηγορούνται, αλλά αγαπούν τους ανθρώπους και ταπεινά προσεύχονται ίνα πάντες γνωρίσουν τον αληθινόν Θεόν, διότι η αγάπη δεν επιθυμεί να κολασθή κανείς αιωνίως. Μείζων πάντων των αρετών εστίν η διάκρισις, είπον οι άγιοι Πατέρες μας. Αυτήν την μεγάλην αρετήν της διακρίσεως, που είναι χάρισμα του Παναγίου Πνεύματος, αποκτούν όλοι οι ευσεβείς χριστιανοί κληρικοί και λαϊκοί, που αγαπούν πραγματικά τον Θεόν και με ταπεινήν καρδίαν δέχονται όλες τις Θείες εντολές Του άνευ εξετάσεως και επικρίσεως, καθώς και όλα όσα μας παρέδωσεν η αγία μας Εκκλησία η οποία είναι : «στύλος και εδραίωμα της αληθείας». Με ιδικόν μας θέλημα και φρόνημα, δεν είναι ποτέ δυνατόν να αποκτήσουμε αυτήν την μεγάλην αρετήν.